Η ιστορία ενός λογοτεχνικού θρύλου

«Το γεγονός ότι γίνεται πιστευτό ένα μυθιστόρημα με θέμα πάνω κάτω οτι «Ο Μ. εκτελείται γιατί πήγε στο σινεμά την επομένη της κηδείας της μητέρας του», και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό τα λέει όλα από μόνο του».

Αυτό, το έγραψε το 1941 ο Ζαν Πωλάν (Jean Paulhan), ο επαγγελματίας αναγνώστης των εκδόσεων Γκαλιμάρ και εκδότης, τότε, της θρυλικής Nouvelle Revue Francaise (NRF). Και το έγραψε στην αναφορά που συνέταξε προς το ΔΣ των εκδόσεων για ΞΕΝΟ του Αλμπέρ Καμύ.

Η έγκριση του Πωλάν ήταν το τελικό «τυπωθήτω» γιατί στην πραγματικότητα το μυθιστόρημα ενός άγνωστου στα γαλλικά γραμματα και τους εστέτ κύκλους της γαλλικής διανόησης νεαρού από την Αλγερία, είχε γίνει ευρύτερα γνωστό τους προηγούμενους μήνες, αφού το χειρόγραφο είχε περάσει από τα χέρια μιας σειράς εμβληματικών «Ανθρώπων των Γραμμάτων» της εποχής με γνωστότερο στο ευρύτερο κοινό τον Αντρέ Μαλρώ που το λάτρεψε.

Σκοπός αυτού του βιβλίου, λοιπόν σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα του, τη καθηγήτρια Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Γέϊλ, Άλις Κάπλαν είναι να αφηγηθεί την ιστορία συγγραφής και έκδοσης ενός κλασικού έργου της Λογοτεχνίας.

«Η ανάγνωση του ΞΕΝΟΥ είναι μια διαβατήρια τελετή. Άνθρωποι σε όλο τον κόσμο συνδέουν το βιβλίο με την ενηλικίωσή τους, με μια πάλη με τα δυσκολότερα υπαρξιακά ερωτήματα», γράφει η Άλις Καπλαν εξαιρετικά εύστοχα στην εισαγωγή. Για μένα ισχύει σίγουρα γιατί ο ΞΕΝΟΣ ήταν το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα που διάβασα ως μαθήτρια και είμαι βέβαιη ότι το ίδιο ισχύει σχεδόν για όλους, σίγουρα για όσους μάθαμε Γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα που το περιλαμβάνει στο πρόγραμμα σπουδών του.

Την ιστορία αυτού του βιβλίου, λοιπόν που ενώνει εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη μας αφηγείται η Κάπλαν . Στην πραγματικότητα καταφέρνει απείρως περισσότερα:

Ακολουθεί την πορεία ενός πολύ φτωχού νεαρού που μεγάλωσε στην Αλγερία, μέσα σ’ένα σπίτι που επικρατούσε η σιωπή αφού η μητέρα του ήταν κωφή και μιλούσε ελάχιστα, ενός νεαρού που στα 17 χτυπήθηκε από τη φυματίωση με αποτέλεσμα οι επιδόσεις του στα Γραμματα να μην του δώσουν επαγγελματική διέξοδο στη διδασκαλία και να του απαγορεύσουν και τη στράτευση στο μεγαλο Δεύτερο Πόλεμο, έναν άντρα που λάτρευε το ποδόσφαιρο, τις παρέες και την ομαδική εργασία και που η σχέση του με τις γυναίκες δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ απο ψέμματα ή ψευτο μελοδράματα του είδους που τροφοδοτούν το αντρικό «εγώ».

Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν κάτι περισσότερο από ένας «καλός συγγραφέας» και φυσικά υπερβαίνει κατά πολύ την εικόνα του γοητευτικού αντρα που βλέπουμε στις διάσημες, κλασικές περισσότερο, φωτογραφίες του Καρτιέ- Μπρεσόν, «να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη των εκδόσεων Γκαλιμάρ, με την καπαρντίνα από τους Brooks Brother, στο στυλ του Μπόγκαρτ» ή την άλλη που κοιτάει το φακό κατά τα 3/4 χαμογελώντας πονηρά και με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του.

Ο Καμύ ήταν πάνω απ’όλα ένας ώραιος τύπος και ένας καλός άνθρωπος.

Το βιβλίο της Αν Κάπλαν με μάγεψε.

Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Αλγερίας που ο ΞΕΝΟΣ γεννήθηκε και του υπό γερμανική κατοχή Παρισιού όπου γράφτηκε, η εντυπωσιακή πληροφορία ότι πηγή έμπνευσης του, κατά δήλωση του ιδίου του Καμύ, ήταν το νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα Δυο Φορές», η μεγάλη εμπειρία που αποκόμισε ως δημοσιογράφος στην Αλγερία στην αρχή στο δικαστικό ρεπορτάζ όταν παρακολουθούσε συστηματικά δίκες και έγραφε γι αυτές, ο ρόλος των δασκάλων/μεντόρων (συνεχίζω ν’αγαπώ πολύ τον Ζαν Γκρενιέ-έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά- παρ’όλο που εμφανίζεται «λίγος»), το δίκτυο της πνευματικής ελίτ της Γαλλίας χωρίς το οποίο ο Καμύ δεν θα είχε καταφέρει απολύτως τίποτα, η μεγάλη γενναιοδωρία του Αντρέ Μαλρώ προς τον άσημο, επαρχιώτη συγγραφέα, το κύκλωμα των πανίσχυρων εκδοτών, ο τρόπος που οι κύκλοι των δημοσιογράφων τέμνονταν με αυτούς των λογοτεχνών, η γερμανική Κατοχή, οι διανοούμενοι που έγιναν απολογητές του ναζιστικού καθεστώτος και κάποιοι από αυτούς και δωσίλογοι, η πνευματική ζωή στο Παρίσι που έβραζε κατά την Κατοχή, θυμίζω ότι ανάλογο φαινόμενο είχαμε και στην Ελλάδα, οι Εκδόσεις Ίκαρος και το Θέατρο Τέχνης γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή και βέβαια, η στράτευση του Καμύ στη γαλλική αντίσταση.

Ναι, ο Καμύ και ο ΞΕΝΟΣ του είχαν την τύχη να βρεθούν στο σωστό μέρος, με τους σωστούς ανθρώπους, το σωστό χρόνο.
Όμως, την ίδια στιγμή, αν το ίδιο το έργο δεν ήταν σπουδαίο κανείς δεν θα ήταν πρόθυμος να δώσει στο συγγραφέα την παραμικρή ευκαιρία.

Γύρω από την κεντρική αφήγηση της πορείας από την Αλγερία ως την παγκόσμια επιτυχία, το Νόμπελ Λογοτεχνίας και τελικά την αιωνιότητα, η Κάπλαν πραγματεύεται πολλά «παράπλευρα», αλλά πολύ σημαντικά ζητήματα που αφορούν την ίδια την ιστορία και την κριτική της Λογοτεχνίας.

Από το όνομα του πρωταγωνιστή που από Mersault γίνεται το Meursault – εμπνευσμένο από το κρασί Meursault της Βουργουνδίας σύμφωνα με τους μελετητές του Καμύ, την αλλαγή στο ύφος του μυθιστορήματος που επέφερε η πρώτη μετάφραση στα Αγγλικά με προβλήματα που έπρεπε να λυθούν από τον τίτλο ακόμα (The Outsider ή The Stranger;) μέχρι την επίκληση του μυθιστορήματος σε… δίκες ανθρωποκτονιών που υποτίθεται ότι είχε εμπνεύσει (!)και την κριτική του Έντουαρτ Σαίντ με ερμηνευτικό εργαλείο τον Οριενταλισμό (το όνομα του Άραβα που σκοτώνει ο ήρωας δεν αναφέρεται καν από τον Καμύ) καθώς κια πλήθος άλλων λεπτομερειών, η Κάπλαν βρέθηκε στην Αλγερία να ερευνά στο αστυνομικό ρεπορτάζ το γεγονός που μπορεί να ήταν η αφορμή για το μυθιστόρημα.

Η πολύ φροντισμένη έκδοση των Εκδόσεις Καπόν – Kapon Editions / Το βιβλιοπωλείο της Ραχήλ στην πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Χαροκόπου διαβάζεται ως εγχειρίδιο ιστορίας, ως κριτική λογοτεχνίας – η Κάπλαν κάνει εκτενή ανάλυση και στιβαρή κριτική αποτίμηση του έργου και η ίδια, δεν περιορίζεται στο να ανθολογήσει τις σημαντικότερες από τις κριτικές που δημοσιεύθηκαν και ως κριτικός είναι τόσο καλή όσο δεινή είναι και ως αφηγήτρια- και ως ένα How To εγχειρίδιο στο επιτυχημένο (δηλαδή επωφελές) networking.

Il faut de tout pour faire un monde, λέει μια διάσημη γαλλική παροιμία. Όλα χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένας κόσμος, πράγματι.

Η Άλις Κάπλαν τα βρήκε όλα καί αυτόν τον γοητευτικό κόσμο μεταξύ ατόμου, ιστορίας και λογοτεχνίας τον έχτισε και μας τον περιέγραψε.

Μαγεύτηκα. Κυριολεκτώ.