«Χάδια, καβούρια και φιλιά»

Στη μνήμη του Χρήστου Γραμματίδη


Στη συμπαθητική δισκοθήκη βινυλίου του πατρικού μου δεν υπάρχει ούτε ένας δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, το επιβεβαίωσα μόλις μάθαμε τα νέα του θανάτου του:

 «Την εποχή του βινυλίου ο Μίκης ήταν ένας στρατευμένος καλλιτέχνης της αριστεράς, οπότε…».
«Καλά, ούτε το «Άξιον Εστί»;»
«Την ποίηση προτιμούσαμε να τη διαβάζουμε, αν δεν σε πειράζει. Πάντως εδώ μέσα ποτέ δεν ακούστηκε κακή κουβέντα για τον Μίκη».

Αυτό, το τελευταίο ήταν απολύτως αληθές.
Ο πατέρας μου, ευφυώς, και για να μας τους αποδομήσει χωρίς να γίνουμε αντικομμουνιστές, αποκαλούσε τους αριστερούς «καημένους ανθρώπους που υπέφεραν πολλά για τις ιδεες τους οι οποίες ήταν και λάθος».
Με το ΠΑΣΟΚ είχαμε το πρόβλημα εμείς, όχι με το ΚΚΕ. Έτσι ήταν τα πράγματα τη δεκαετία του ’80.

Τον Νοέμβριο του 2009, στις 3 Νοεμβρίου λοιπόν και ως μέλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, όταν βρέθηκα μαζί με χιλιάδες άλλους στο Ολυμπιακό Στάδιο για την προεκλογική συναυλία της Νέας Δημοκρατίας, «τη συναυλία του βρώμικου ’89», στην οποία εμφανίστηκε η ιερή τριάδα Χατζιδάκι,Θεοδωράκη, Ξαρχάκου – ένα γεγονός που μόνο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αυτός ο γίγαντας της πολιτικής, μπορούσε να οργανώσει – δεν μου έκανε καμία εντύπωση το σκηνικό. 
Ούτε αριστερά βιώματα είχα ούτε αντί-αριστερά για να σκεφτώ τι δουλειά είχε εκεί ο Μίκης, «μαζί μας». Εμείς, το ΠΑΣΟΚ θέλαμε να νικήσουμε, τον Αντρέα. Αυτός ήταν ο κακός της ιστορίας.

Ήταν και ανακουφιστικά εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο. Είχε δολοφονηθεί ο Παύλος Μπακογιάννης και υπήρχε τεράστια συναισθηματική φόρτιση και η παρουσία των τριών συνθετών ήταν αληθινά παρηγορητική. 

Μέχρι που συνέβη κάτι που με τάραξε. Ήταν όταν ο Μίκης σηκώθηκε και τραγούδησε ο ίδιος το «Βράχο-βράχο τον καημό μου» και όλο το στάδιο γεμάτο Νεοδημοκράτες και ΟΝΝΕΔίτες άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και να τραγουδάει μαζί του «πότε μάνα θα σε δω». Έγινε χαμός, πήρε το στάδιο φωτιά.

Ώπα! Μισό λεπτό. Αυτό το τραγούδι δεν μίλαγε για την εξορία; Αυτός «ο βράχος» του τραγουδιού, τα ξερονήσια δεν εννοούσε; Και ποιος είχε στείλει τους αριστερούς στα ξερονήσια; Όχι η Νέα Δημοκρατία βέβαια αλλά ο ιστορικός μας χώρος και αυτό συνέβη γιατί, όπως έλεγε ο πατέρας μου, οι κομμουνιστές, όταν απέτυχαν να πείσουν για τις λάθος ιδέες τους, πήραν τα όπλα για να τις επιβάλλουν με το ζόρι, έχασαν και μετά η Δεξιά τους φέρθηκε με μεγάλη σκληρότητα. Έτσι τα είχα ακούσει εγώ στο σπίτι μου. Η Δεξιά φέρθηκε μεν με σκληρότητα «σε βαθμό που δεν χρειαζόταν», επέμενε ο πατέρας μου σε αυτό αλλά κι αυτοί πήραν τα όπλα. Όχι και να τραγουδάμε ΕΜΕΙΣ τα πάθη  που προκάλεσαν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Πήγαινε πολύ.

Ήμουν μόλις 19 χρονών, πανάσχετη, με πολιτική συνείδηση κληρονομημένη αλλά κατάλαβα μια χαρά τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Ο Μίκης που ήταν στους «ηττημένους» είχε βάλει ένα στάδιο γεμάτο «νικητές» να του χτυπάνε παλαμάκια ενώ εκείνος τραγουδούσε ένα τραγούδι που σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη γράφτηκε στον Άη-Στρατη. 

Ποιος ήταν ο «πολιτικός γυρολόγος», λοιπόν; Ο Μίκης που τραγουδούσε τα πολιτικά του βιώματα ή μήπως ήμασταν εμείς; Αυτοί που στην αρχή της ομιλίας του εκείνο το βράδυ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποκάλεσε «παλαιούς και καινούργιους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας»;

Τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι σήμερα, αυτή είναι μια ερώτηση που έχω κληθεί η ίδια να απαντήσω πολλές φορές, για τον εαυτό μου.

Πέρασαν όμως τα χρόνια, μεγάλωνα, μέσα από φίλους και κυρίως με την έκρηξη των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών γνώρισα και τα υπόλοιιπα τραγούδια του Μίκη, τα ερωτικά. Αυτά που περιφρονούσαν οι σύντροφοί του.
Αυτά, μάλιστα. Ναι. Καμία σχέση με τους παιάνες. Μου φάνηκαν απίθανα. Μοναδικά. Παιχνιδιάρικα, αστεία, ουσιωδώς ερωτικά. Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Να σε γεμίζει χαρά και αισιοδοξία, δεν είναι κατάσταση για να πεθάνεις. Άλλωστε, αν θέλουμε να «πεθάνουμε» ή να βαρύνουμε την καρδιά μας υπάρχει πάντα η πολιτική. Η πολιτική είναι κάτι σοβαρό, βαρύ που προκαλεί οδύνη. Ο έρωτας είναι κάτι άλλο. Ίσως και το αντίθετο της πολιτικής.

Και τότε ήταν που παρατήρησα ότι ο Θεοδωράκης ήταν και εντυπωσιακός άντρας. 

Ψηλός, με τεράστια, μακριά χέρια που δημιουργούσαν τον συνειρμό της μεγάλης αγκαλιάς, μέχρι και τον τρόπο που «χυνόταν» στην καρέκλα έβρισκα γοητευτικό, δήλωνε μια αυτοπεποίθηση για το ίδιο του το σώμα. Τα δε λευκά κουστούμια που ελάχιστοι άντρες μπορούν να τα βάλουν και να δείχνουν κομψοί, όταν εκείνος τα φορούσε έμοιαζε με Ιταλό σταρ.
Και βέβαια, τους στίχους των ερωτικών τραγουδιών που έγραφε, μπορούσε κανείς να τους διαβάσει στο μπερμπάντικο βλέμμα του.

Να, πάρτε για παράδειγμα αυτό το τραγούδι,  την «Απαγωγή» που έχει γράψει ο ίδιος. Οι στίχοι του θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφτεί από τον Γάιο Βαλέριο Κάτουλλο, ίσως τον πιο σημαντικό ερωτικό ποιητή κι αυτό δεν το λέω σχηματικά, έχω ασχοληθεί επισταμένα με το είδος. Όχι βέβαια από φιλολογικό ενδιαφέρον αλλά διάβαζα ερωτικά ποιήματα για να κλέβω στίχους, να τους στέλνω τα βράδια  με SMS στους γκόμενους, σε όσους, τέλος πάντων, άντεχαν την πολιορκία με τις λέξεις, δεν την αντέχουν όλοι.

Τους κατέγραφα και σ’ένα ωραίο τετραδιάκι που είχα αποκλειστικά γι αυτό το σκοπό. Ήθελα τα SMS που θα έστελνα να είναι ωραία, ξεχωριστά. Ερωτευμένη πάνω απ’όλα με τις λέξεις και δευτερευόντως με τον εαυτό μου που τις επέλεγε ε, και σ’ένα τρίτο επίπεδο και με το πρόσωπο που τις απηύθυνα. Κανονικός θηλυκός Μίκης Θεοδωράκης, δηλαδή.  

«Θα σε ταίζω χάδια, καρδούλα μου, καβούρια και φιλιά». Απλώς δεν υπάρχει αυτός ο στίχος. Δεν υπάρχει. Κανένας Κάτουλλος!

Παίρνει τη βάρκα από τον Κάτω Γαλατά Χανίων (όπου και τελικά ετάφη) έρχεται στην Αθήνα, μπαίνει στον κήπο της να κόψει τα τριαντάφυλλα και τα άστρα του ουρανού. 
Μετά με την ίδια βάρκα την πάει σε μια σπηλιά που την ταίζει χάδια, καβούρια και φιλιά. Βασικώς την ταίζει λέξεις, καταγοητευμένος με τον εαυτό του που τις έχει σκαρώσει τόσο τέλειες και τις έχει στολίσει με νότες, με το μπουζούκι να ακούγεται σαν μαντολίνο.

Κάπου εδώ ο Κάτουλλος σκίζει με λύσσα τα ποιήματά του κι εμείς πέφτουμε ξεροί.

Ο Μίκης ήταν ένας ψηλός, ωραίος άντρας, αλέγκρος, πληθωρικός, κόμψος σαν τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, με άψογο, ατσαλάκωτο λευκό κουστούμι που απολάμβανε τη διασημότητά του και μοίραζε με γενναιοδωρία τη λάμψη του σε όποιον του το ζητούσε. Έτσι τον έβλεπα.

Την επομένη του θανάτου του ο Μιχάλης Τσιντσίνης έγραψε ότι στην Ελλάδα που μέχρι και οι άθεοι είναι Χριστιανοί γιατί είμαστε ποτισμένοι από την ελληνοχριστιανική κουλτούρα (είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα νομίζω) όλοι κουβαλάμε ένα κομμάτι του Θεοδωράκη.
Ακριβέστατο. Το διαπίστωσα διαβάζοντας όσα γράφτηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και κυρίως παρακολουθώντας το όλον της κηδείας του. 

Ο Θεοδωράκης μας ήξερε πάρα πολύ καλά ως λαό. Αναρωτιέμαι αν ήξερε πόσο είχε συμβάλλει ο ίδιος σε αυτό που είμαστε. Σε αυτό το εκρηκτικό, αλλοπρόσαλλο, βαθιά συναισθηματικό και ταυτόχρονα αφόρητα κυνικό, μείγμα. Γιατί αυτό είμαστε.

Τελικά, τι από τα δύο συμβαίνει;
Ο Θεοδωράκης μας όρισε ή διέκρινε και εξέφρασε αυτό που είμαστε; Δεν ξέρω.

Τώρα μπορώ να το πω, γιατί αφορά κάπως και την κοινότητα των φίλων μου στα σόσιαλ μήντια, ότι ο Χρήστος Γραμματίδης ενώ ήταν στο νοσοκομείο με έβαλε να του υποσχεθώ ότι όταν πεθάνει ο Μίκης δεν θα γράψω εδώ, στη σελίδα μου, κάτι κακό για εκείνον.

 Αυτή η επιθυμία του με σόκαρε. Τόσες ιδεολογικές διαφορές είχα με τον φίλο μου, γιατί στάθηκε σε αυτή; Αυτή ήταν η έννοια του ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο; Τι θα γράψω εγώ για έναν 90χρονο που ζούσε και βασίλευε ενώ εκείνος, 35 χρονών νέος άνθρωπος, χαροπάλευε;

Μάλλον ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό μαζί του. Και ο Χρήστος ήταν πληθωρικός, η αριστερή μυθολογία τον αφορούσε, οι ήρωες της αριστεράς, σταθερά, τον γοήτευαν, δεν ήταν τυχαίο που λάτρευε τις ταινίες του Κεν Λόουτς. Ίσως ενδόμυχα να ένιωθε πως αν έγραφα κάτι κακό για τον Μίκη θα απέρριπτα κι ένα δικό του κομμάτι και δεν θα ήταν εδώ για να το υπερασπιστεί. Εξάλλου ήξερε πόσο βιτριολική μπορώ να γίνω, την ικανότητά μου τόσο να σφάζω με το γάντι όσο και να πετσοκόβω τους άλλους άγρια, με τον μπαλτά.

Το κατάλαβα τις ημέρες που πέρασαν. Έπρεπε να πεθάνει ο Μίκης, να παρατηρώ σιωπηλή όσα γίνονταν τηρώντας την υπόσχεση που είχα δώσει στον Χρήστο για να καταλάβω γιατί μου το είχε ζητήσει. Ο Θεοδωράκης ήταν ένας ήρωας bigger than life και σε αυτούς τους ήρωες πρέπει να συγχωρούμε τις αντιφάσεις τους.

Ο καθένας μας είναι ένα κομμάτι του όλου που ενσάρκωσε, εξέφρασε, τραγούδησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Λειτούργησε ως καθρέφτης στον οποίο ο καθένας αναγνώρισε κάποια πτυχή του εαυτού του: τον ήρωα της αριστεράς, το πολιτικό ον, τον οικουμενικό celebrity Έλληνα, τον Ζορμπά, τον ερωτικό παιχνιδιάρικο πληθωρικό και λογά εραστή που θα ήθελε να είναι. Ήταν μοναδικός. Κι έτσι, ως μοναδικό, θα τον κρατήσω στη σκέψη και τελικά και στην καρδιά μου. 

Υ.Γ. Η εκτέλεση της «Απαγωγής» που έχω συνδέσει θεωρω πως είναι η καλύτερη και σε αυτό ας μου επιτραπεί να έχω άποψη.