Κραιπάλες χριστουγεννιάτικες και άλλες

Ηρακλής και Ομφάλη, 1ος αι. μ.Χ. Οικία Μάρκου Αυρηλίου, Πομπηία, triclinium16, ανατολικός τοίχος, κεντρική σύνθεση.
Αρχαίολογικό Μουσείο Νάπολης

Λέγεται ότι όταν ο ποιητής Σιμωνίδης είδε σ’ένα συμπόσιο, σήμερα το λέμε πάρτυ, ένα ξένο να κάθεται σε μια γωνιά μόνος του σιωπηλός, χωρίς να πίνει, τον πλησίασε και του είπε: «Άνθρωπέ μου, αν είσαι ηλίθιος καλά κάνεις και μένεις σιωπηλός χωρίς να πίνεις. Αν όμως είσαι σοφός τότε συμπεριφέρεσαι ηλίθια».

Την ιστορία αυτή μας την παραδίδει ο αγαπημένος μου Πλούταρχος στο βιβλίο των «Ηθικών» που φέρει τον τίτλο «Συμποσιακά» και στο οποίο δίνει τη λύση σε διάφορα «προβλήματα», όπως τα χαρακτηρίζει, μεταξύ των οποίων κι αυτό της πρεσβυωπίας (σοβαρολογώ).

Οι Στωικοί φιλόσοφοι ήταν βέβαιοι: το να πίνεις είναι μια τέχνη —την ονόμαζαν μάλιστα συμποτική τέχνη— τόσο σημαντική οσο και ο έρωτας (και εννοούσαν βέβαια το σεξ). Το να ξέρεις να πίνεις και να κάνεις σεξ ήταν αρετές στις οποίες ο ελεύθερος και νουνεχής πολίτης έπρεπε να εξασκηθεί αφου, βέβαια,μάθαινε τη σχετική θεωρία. (Στοβαίος, Εκλογές, Αποφθέγματα, βιβλίο 2ο, κεφ.vii, 5β 9 )

Πώς πρέπει να πίνουμε στα πάρτυ, πόσο και τι κινδύνους έχει η οινοποσία;

Αυτά είναι ερωτήματα που επανέρχονται στην Ελληνική και Λατινική Γραμματεία γιατί ο Όμηρος μας είχε προειδοποιήσει αρκετά νωρίς:

«Το κρασί, σπρώχνει και τον πιο μυαλωμένο να τραγουδήσει, να τον κάνει να αφεθεί στο γέλιο το γλυκό και να χορέψει, τον κάνει να πει κουβέντα που καλύτερα θα ήταν να μείνει κρυφή»

(ξ 464–στο διάλογο του Οδυσσέα με τον βοσκό Εύμαιο, ο Πλούταρχος είναι που ανθολογεί το στίχο. Χθες το βράδυ ξαναδιάβασα ολόκληρη τη ραψωδία ξ, την άφιξης του Οδυσσέα στην Ιθάκη και έμεινα για πολλοστή φορά μαγεμένη με τη σύνθεση: την αφηγηματική της ευφυΐα και την ομορφιά της)

Όλα τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι τα γνώριζε ένας επιφανής Ρωμαίος, ο Μάρκος Λουκρήτιος, κοσμικός πολίτης της Πομπηίας, ίσως και ιερέας του θεού Άρη. Ακόμα κι αν δεν τα είχε διαβάσει σίγουρα τα είχε…ζήσει.

Βλέπετε, ο Μάρκος Λουκρήτιος είχε στην Πομπηία μία από τις μεγαλύτερες και γνωστότερες βίλες που έχουν αποκαλύψει οι ανασκαφές: 34 δωμάτια μ’ένα τεράστιο χώρο για πάρτυ. Πόσα άραγε να είχε διοργανώσει; Πόσες κραιπάλες να είχαν συμβεί στο σπίτι του;

Πρέπει να συμπεράνουμε πως ήταν party animal γιατί στο κέντρο του «σαλονιού» είχε φροντίσει να φιλοτεχνηθεί (από πολύ καλό ζωγράφο) η σύνθεση που βλέπουμε στη φωτογραφία, μάλλον για να προειδοποιήσει τους καλεσμένους τους για τους κινδύνους που έχει η υπερκατανάλωση αλκοόλ.
Τι δείχνει αυτή η υπέροχη τοιχογραφία;

Τον ήρωα Ηρακλή, λιώμα στο μεθύσι, σε βαθμό που να έχει ανταλλάξει ρούχα με την ερωμένη του, βασίλισσα της Λυδία Ομφάλη. Δείτε! Εκείνη κρατάει όλα τα διακριτικά της ισχύος του: το ρόπαλο ενώ φοράει τη λεοντή ενώ ο εκείνος, με βλέμμα εντελώς μεθούα και υποβασταζόμενος φοράει τα φανταιζί της παπουτσάκια. 

Αξίζει να παρατηρήσουμε στη σύνθεση τις υπέροχες λεπτομέρειες που προσδίδουν την ιλαρότητα στη στιγμή. Ο μικρός ερωτιδέας, δίπλα στο κεφάλι του που του φυσάει στο αυτί τη τρομπέτα του, ο άλλος στα πόδια του που καθρεφτίζεται στο αργυρό κύπελλο του ήρωα που έχει πέσει στο έδαφος.

Οργιαστική κατάσταση.

Βέβαια, να πούμε εδώ ότι σύμφωνα με τη Μυθολογία ο Ηρακλής με την Ομφάλη είχαν μια περίεργη σχέση. Με απόφανση του Μαντείου των Δελφών (μεγάλη ιστορία αυτή, για κάποια άλλη φορά) βρέθηκε στη Λυδία να την υπηρετεί ως σκλάβος της, Τα κουτσομπολιά θέλουν αυτό να το έκανε φορώντας γυναικεία ρούχα ενώ άλλα κουτσομπολιά (άλλες εκδοχές του μύθου δλδ) τους θέλουν απλώς να αλλάζουν ρούχα, έτσι, για παιχνίδι. Έκαναν κι ένα παιδί οπότε μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε που κατέληγαν τα παιχνίδια. Δεν κρίνουμε! Απλώς όσοι νομίζετε ότι σήμερα, τον 21ο αιώνα επιδίδεστε σε τέτοιες μαγκιές να ξέρετε ότι δεν κάνετε και κάτι προχωρημένο! Έχουν προηγηθεί οι αρχαίοι ημών! Μετά ήρθε ο Χριστινιασμός και τα γ@μησε όλα (με την κακή έννοια!) αλλά δεν είναι της παρούσης.

Στις γιορτές λοιπόν πίνουμε κρασί (ελληνικό, έτσι;) ακολουθώντας τις οδηγίες της καμπάνιας Wine in Moderation.

Άλλιώς κινδυνεύουμε να βρεθούμε σαν τον Ηρακλή: με το βρακί της άλλης για σκουφί. Το οποίο δεν είναι κακό per se αλλά στην εποχή μας υπάρχουν και τα κινητά που απαθανατίζουν τα πάντα. Γιατί όπως έλεγε και η Μαρκησία ντε Μαρτέιγ, όταν προσπαθούσε να διαφθείρει την Καικιλία ντε Βολάνζ, στο γνωστό επιστολογραφικό μυθιστόρημα (έλα, τις Επικίνδυνες Σχέσεις εννοώ, το ξέρετε όλοι): «Στη ζωή, μπορείς να κάνεις ό,τι μα ό,τι θες. Αρκεί να φροντίζεις να μην υπάρχουν μάρτυρες». Ψέματα;

Καλή διασκέδαση!

Lupin: Κάντο όπως οι Γάλλοι

Αν στo Bridgerton η παρουσία των μαύρων λόρδων και δουκών έκανε φρύδια να ανασηκωθούν και η παρουσία τους έπρεπε να δικαιολογηθεί αφηγηματικά από τους σεναριογράφους, ο Αφρικανός, Σενεγαλέζος νεαρός που κοπιάρει τα κόλπα ενός Γάλλου, λευκού αριστοκράτη, τελικά δεν ξενίζει κανέναν.

Κι αυτό γιατί ο Assane Diop, ο ήρωας, είναι μέτοχος της γαλλικής κουλτούρας και παιδείας– στα πρώτα επεισόδια μαθαίνουμε ότι κάποιος άγνωστος σε εκείνον ευεργέτης πληρώνει τα δίδακτρα να φοιτήσει σ’ένα γαλλικό σχολείο των ελίτ.Οπότε, φυσικά και θα μπορούσε να παραστήσει τον Αρσέν Λουπέν ένας Αφρικανός. Άλλωστε και η ίδια η λογοτεχνία δεν βάζει όρια και κανόνες στο ποιοι μπορεί να ταυτιστούν και να ενδυθούν, ακόμα, τους ήρωές της. Είναι πανθρώπινη. Η λογοτεχνία είναι η απόλυτη μαγεία. Γι αυτό τη λατρεύουμε.

Έτσι κι αλλιώς η Γαλλία δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη Βασίλισσα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Είναι μια Μητρόπολη με αποικίες και αρκετά εκπαιδευμένη στο «διάλογο» μεταξύ μητρόπολης και αποίκων.Αλλά παρ’όλη την άνεση που δίνει το πολιτισμικό terroir -για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του κρασιού- για υπερβάσεις, οι σεναριογράφοι του Lupin είναι προσεκτικοί στις λεπτομέρειες.

Η λευκή, λεπτεπίλεπτη, όμορφη και εύθραυστη φιγούρα της συζύγου του τεράστιου Αφρικανού (και όχι μιγά όπως ο κεντρικός ήρωας του Bridgerton κι αυτό έχει τεράστια σημασία) που άλλοτε ο φακός τον δείχνει ωραίο και εξωτικό και άλλοτε με τρόπο που βλέπεις ότι ο άντρας αυτός ανήκει σε μια άλλη φυλή, δεν είναι μια ενήλικη επιλογή όπου η έλξη ανάμεσα στις φυλές έχει ένα αναπόδραστα σεξουαλικό συμφραζόμενο.

Είναι η παιδική κολλητή του ήρωα, η διπλανή του στο θρανίο, είναι η «αδελφή ψυχή του» όπως δηλώνουν πολλές φορές και οι δύο αναγνωρίζοντας ότι ο παιδικός δεσμός τους είναι ανορθολογικός αφού δεν δείχνει να λειτουργεί στις προκλήσεις του ενήλικου βίου τους. Αυτό το βρήκα πολύ γλυκό και ζενιάλ.

Ο ήρωας προσπαθώντας να μάθει και να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, ενός εμιγκρέ από τη Σενεγάλη, στη φυλακή όπου βρέθηκε κατηγορούμενος άδικα για την κλοπή ενός κοσμήματος που συνδέεται με την ιστορία της Γαλλίας, ενώ εμφανίζεται ως ο καλός γιός, ο ίδιος δεν είναι καλός πατέρας. Δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στο ρόλο του πατέρα γιατί έχει απορροφηθεί από αυτόν του γιού.

Θεωρώ αυτονόητο αλλά το αναφέρω ότι κινηματογραφικά η γαλλική παραγωγή δεν μπορεί να φτάσει ούτε στο δαχτυλάκι των αντίστοιχων αμερικανικών. Της λείπει η αρτιότητα των ταινιών δράσης που μόνο στις αμερικανικές παραγωγές απολαμβάνει κανείς. Τι κάνει μια σειρά που είναι κι αυτή ένα αφήγημα, σε μένα ελκυστική; Κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα: η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων ή των καταστάσεων.

Στο Lupin η πολυπλοκότητα των καταστάσεων αποτυπώνεται πειστικά κι αυτό μου αρκεί.Το σενάριο έχει και μερικά λογικά χάσματα αλλά δεν μας πειράζει γιατί ο ήρωας «γεμίζει» κυριολεκτικά την οθόνη με το τεράστιο σκηνικό του εκτόπισμα.Επίσης είναι σίγουρα στρέιτ με την κλασική έννοια του όρου κι αυτό το σχόλιο ας συγχωρεθεί σε μια γυναίκα που έχει γεννηθεί το 1970 και έχει μεγαλώσει με συγκεκριμένα ανδρικά πρότυπα. Τέλος, η αβρότητα των κινήσεών του, κινείται σαν μεγάλη γάτα, κατά την ταπεινή μου άποψη, τον κάνει εξαιρετικό για τον επόμενο Τζέιμς Μποντ. Πολύ το ευχαριστήθηκα!

Το «σκάνδαλο» δεν είναι το χρώμα του δέρματος

Με τον πυρήνα της μυθοπλασίας του «ξεσηκωμένο» από το «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Όστεν, μια νεαρή της ανώτερης τάξης που θέλει να παντρευτεί από έρωτα κι όχι απλώς από συμφέρον κι ένας πολύφερνος, γοητευτικός εργένης (μαύρος) που δεν θέλει να παντρευτεί γιατί δεν θέλει να κάνει παιδιά, ένα cast ηθοποιών, λευκών και μαύρων που μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή με την ομορφιά τους έτσι όπως τα φωτογενή τους πρόσωπα και τα σώματά τους «γράφουν» πάνω στην οθόνη και πάνω απ’όλα το σασπένς για το αν τελικά ο έρωτας θα νικήσει τις προκαταλήψεις και τις παρεξηγήσεις, ενώ από το πρώτο λεπτό του πρώτου επεισοδίου δεν έχεις καμία αμφιβολία για το happy end. Με αυτή τη συνταγή είναι λογικό το σήριαλ Bridgerton να είναι ήδη από τις σειρές του Netflix με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα.


Το θέμα της συζήτησης παγκοσμίως ήδη είναι το χρώμα του δέρματος των ηρώων. Η συνομίληκή μου παραγωγός του, Shonda Rhimes έχει υπογράψει είτε ως σεναριογράφος είτε ως παραγωγός απίθανες επιτυχίες.

Σε μια συγκυρία που στην Αμερική το φυλετικό ζήτημα ήρθε στο προσκήνιο μια επιτυχημένη Αμερικανίδα, μαύρη σεναριογράφος και παραγωγός δεν θα έπρεπε να περιμένει να γίνει παραγωγός στην «Καλύβα του μπάρμπα-Θωμά» ή στον «Οθέλλο» για να εμφανίσει στις οθόνες ένα μαύρο ηθοποιό σε πρώτο ρόλο. Ήταν αναμενόμενο από το liberal Hollywood να κάνει κάτι για να εμφανιστούν περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί.
Ένα μυθοπλαστικό εύρημα στην υπόθεση υποτίθεται ότι δικαιολογεί τους μαύρους δούκες, λόρδους και άρχοντες και τους ταπεινούς λευκούς που θέλουν πάσει θυσία να τους παντρευτούν για να ανέβουν κοινωνικά (Υποτίθεται ότι ο Βασιλιάς της Αγγλίας ερωτεύθηκε μια μαύρη, την παντρεύτηκε και εκτοτε οι μαύροι ανέβηκαν κοινωνικά).


Κι όμως, το «σκάνδαλο» στο Bridgerton δεν είναι το χρώμα του δέρματος, «Οι μαύροι με ρούχα εποχής» όπως γράφουν οι NYT. Ο μεγάλος ιστορικός αναχρονισμός είναι το σεξ. Η σειρα, για σήριαλ εποχής και δη του 19ου αιώνα!, έχει πολύ σεξ.

Οι άντρες το κάνουν με γυναίκες χωρίς τίτλο αλλά οικονομικά χειραφετημένες. Σήμερα θα τις καλούσαμε στα Ted και τις μαζώξεις να μιλήσουν ως ελεύθερες επαγγελματίες για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα: μια σολίστ της όπερας, μια ιδιοκτήτρια οίκου ραπτικής. Αυτές δεν έχουν τίτλο αλλά κάνουν ελεύθερα σεξ με την υψηλή κοινωνία που τρελαίνεται για το χατήρι τους. Είναι χειραφετημένες. Μπορεί στο βάθος του μυαλού τους να επιθυμούν το γάμο αλλά δεν έχουν αυταπάτες. Ξέρουν ότι οι άντρες της υψηλής κοινωνίας που λιώνουν γιαυτές (αυτό το δείχνει το σήριαλ δεν είναι δική μου υπόθεση) όταν έρθει η ώρα να παντρευτούν θα επιλέξουν αυτή που θα τους υποδείξει η μητέρα τους.
Αντίθετα οι γυναίκες με τίτλο που θα παραβιάσουν τον κανόνα της παρθενίας αν δεν βρουν σύζυγο, αφού περάσουν άπειρες ταπεινωτικές διαδικασίες, το πληρώνουν. Επίσης είναι οι πιο βαρετές, αφελείς, χωρίς skills και ενδιαφέροντα.


Έτερος, θεμελιώδης αναχρονισμός στο σύμπαν του Bridgerton είναι ότι και οι άντρες αν και φαινομενικά ισχυροί είναι κι αυτοί πολύ καταπιεσμένοι. Ούτε εκείνοι έχουν έλεγχο της ζωής τους. Μόνο ακολουθούν τις επιταγές της τάξης τους. Και οι άντρες υποφέρουν από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς του ρόλου τους που κανείς τους δεν έχει επιλέξει.
Βρίσκω γουστόζικο που στεκόμαστε όλοι στο χρώμα του δέρματος και όχι στα ήθη. Είμαστε στον 21ο αιώνα και το μεγαλύτερο κοινωνικό σκάνδαλο παραμένει το δικαίωμα του ατόμου να διαθέτει ελεύθερα τον εαυτό του χωρίς να το ευλογήσει το κράτος. Κι όμως αποστρέφουμε το βλέμμα από αυτό το γεγονός.


Οι ομοφυλόφιλοι ζητούν το γάμο με επιχείρημα την αγάπη, ότι δηλαδή πρέπει να εμφορούνται από κάποιο υψηλό αίσθημα για να τους επιτρέψει το κράτος να ζήσουν όπως θέλουν. Τον 2ιο αιώνα τα άτομα εκπλιπαρούν την Εκκλησία και το Κράτος να τους δώσει το δικαίωμα να κοιμούνται με όποιον θέλουν, να ενώνουν το πορτοφόλι τους με όποιον θέλουν, να παράγουν πλούτο, να ευημερούν με όποιον θέλουν, να διαιωνίζουν το είδος κάνοντας παιδιά με όποιον θέλουν και γιατί όχι; Με όποιους θέλουν σε σχήματα παραπάνω των δύο ατόμων.
Και θεωρείται προοδευτικό να εκπλιπαρείς τον παπά και τον προεστό. Θεωρείσαι ακτιβιστής που το κάνεις που το κάνουμε.
Η Τζέιν Όστεν δημοσίευσε το «Περηφάνια και Προκατάληψη» στις αρχές του 19ου αιώνα, η Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον τη «Το Μυστικό τηςΛαίδη Όντλει» μετά το β’μισό. Στο τέλος του 19ου αιώνα η Έμιλυ Πάνκχερστ με τις Σουφραζέτες θα προτρέπουν το βρετανικό λαό να εισβάλει (!) στο βρετανικό Κοινοβούλιο για να απαιτήσει τη θεσμοθέτηση της ψήφου των γυναικών.
Οι γυναίκες σταθερά έχουν να διασχίσουν διπλάσιο δρόμο από τους άντρες αλλά στην πραγματικότητα αυτές τους ανοίγουν το δρόμο για να δουν τον εαυτό τους έξω από τους ρόλους και τις νόρμες.


Βλέπω στις ειδήσεις σήμερα παντού τη μαύρη Δημοκρατική Stacey Abrams. Μετά από δέκα χρόνια σκληρού αγώνα ανέτρεψε τα πολιτικά δεδομένα στην Πολιτεία της Τζώρτζια. Μια γυναίκα και μαύρη.
Παρ’όλα αυτά για τον ιδιωτικό τους βίο οι άνθρωποι ζητούμε ακόμα την άδεια όσων δεν τους πέφτει κανένας λόγος για να ζήσουμε τη ζωή μας.
Στο τέλος της ημέρας βέβαια κανείς δεν θα έχει δει το Bridgerton για τους μαύρους ηθοποιούς, τη Liberal φαντασίωση, τις ωραίες φάτσες. Το Bridgerton το βλέπουμε με τη μύτη κολλημένη στην οθόνη γιατί ξέρουμε από το πρώτο λεπτό ότι στο τέλος θα νικήσει ο έρωτας. Πάλι καλά.
Στη φωτογραφία δύο Βρετανοί Λόρδοι.

«Five Came Back» – Netflix (2017)

 

Η ιστορία πέντε θρυλικών σκηνοθετών του Χόλιγουντ που υπηρέτησαν κι εκείνοι στον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά κρατώντας αντί για όπλο την κινηματογραφική κάμερα μου ήταν άγνωστη.
Ποτέ μου δεν είχα αναρωτηθεί ποιος είχε τραβήξει πλάνα από τις μάχες του Β’Πολέμου. Ποιος είχε τραβήξει τα πλάνα της Απόβασης στη Νορμανδία;Ποτέ δεν το σκέφτηκα, αν με ρωτούσε κάποιος θα απαντούσα ότι το έκανε κάποιος στρατιώτης, κάποιος δημοσιογράφος ίσως.

Όμως όχι.

Οι Αμερικανοί, άπαξ και αποφάσισαν να μπουν στον πόλεμο, επιστράτευσαν μεγάλους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ για να κινηματογραφήσουν τις επιχειρήσεις και με τα πλάνα τους να τροφοδοτήσουν τα «Επίκαιρα» που προβάλλονταν στους κινηματογράφους πριν από τις ταινίες κι από αυτά ενημερωνόταν ο κόσμος. Κάποιοι, ήδη γνωστοί για τις κωμωδίες και τις ταινίες «για όλη την οικογένεια» που γύριζαν, βρέθηκαν να κινηματογραφούν τον πόλεμο ή και χειρότερα, την απόλυτη φρίκη του αλλάζοντας για πάντα ως άνθρωποι και ως δημιουργοί.

Αυτό είναι το θέμα της μίνι-σειράς ντοκιμαντέρ του Netflix «Five Came Back» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Mark Harris Five Came Back ο οποίος υπογράφει και το ντοκιμαντέρ.

Frank Kapra, John Ford, John Huston, George Stevens, William Wyler οι πέντε σκηνοθέτες που έσπευσαν να καταταγούν μια απόφαση καθόλου αυτονόητοι γιατί οι τέσσερις τουλάχιστον είχαν οικογένειες που δεν ήθελαν να αφήσουν, αν και ήταν οικονομικά ασφαλείς. Όμως μετά το Περλ Χάρμπορ και την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο θεώρησαν καθήκον τους βοηθήσουν.
Ο Κάπρα μάλιστα αφηγείται το φόβο και τον συγκλονισμό που ένιωσε όταν είδε το προπαγανδιστικό φιλμ της Λένι Ρίφενσταλ «Η Δύναμη της Θέλησης». Ήταν η στιγμή που κατάλαβε πόσο επικίνδυνος ήταν ο Χίτλερ. «Πώς θα το απαντήσω αυτό;» αναρωτήθηκε. Και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.

Δεν είναι μόνο το θέμα του ντοκιμαντέρ συναρπαστικό αλλά κι η αφηγηματική του δομή.
Αφηγήτρια είναι η Merryl Strip και για κάθε ένα από τους «πέντε» μιλά ένας σύγχρονος, πολύ γνωστός σκηνοθέτης.

Ο Steven Spielberg μιλάει για τον Wyler, ο Paul Greengrass για τον Ford, ο Guillermo del Toro για τον Capra, ο Francis Ford Coppola για τον Huston και ο Laurence Kasdan για τον Stevens.

Οι σύγχρονοι σκηνοθέτες (όλοι τους εχουν γυρίσει ταινίες με θέμα τον Β’Πόλεμο) με γνήσια συγκίνηση και θαυμασμό περιγράφουν στο θεατή την κινηματογραφική διάσταση του υλικού που κατέγραψαν οι «πέντε», τις δυσκολίες που είχε η δουλειά αυτή, το συγκρίνουν με το γενικότερο έργο τους και εξηγούν γιατί τελικά είναι τόσο σημαντικό.

Με συγκίνησε ιδιαίτερα το κομμάτι που αφηγείται όσα συνέβησαν όταν ακολούθησαν τον αμερικανικό στρατό στην Ευρώπη. Οι περιγραφές για το πώς έστησαν τις κάμερες για να καταγράψουν την απόβαση στη Νορμανδία, η πραγματικότητα του θανάτου που τους διαλύει ψυχολογικά. Την πρώτη μέρα της Απόβασης ο Φορντ μεθάει μέχρι που πέφτει σε κώμα για τρεις μέρες γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το θάνατο.
Συγκλονιστική η αφήγηση της στιγμής που ο Στίβενς μπαίνει με την κάμερα στο Νταχάου και είναι η στιγμή που στην πραγματικότητα του τελειώνει η ζωή γιατί σοκαρισμένος από τη θηριωδία που αντικρίζει επαναλαμβάνει διαρκώς την ερώτηση: «Αυτό είναι ο άνθρωπος;».

Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει και αρχειακό υλικό των ιδίων των «πέντε» να ομιλούν γιαυτή την περίοδο αυτή της ζωής τους. Γεγονός που προσθέτει πολύ στο τελικό αποτέλεσμα.
Στα πλεονεκτήματα της σειράς η διάρκειά της. Μόλις τρία ωριαία επεισόδια. Προσωπικά έχω μεγάλη δυσκολία με τις μακρόσυρτες σειρές.

Οι κινηματογραφόφιλοι θα το λατρέψετε.
Οι λάτρεις της ιστορίας θα καθηλωθείτε.
Δείτε το.