Η ιστορία ενός λογοτεχνικού θρύλου

«Το γεγονός ότι γίνεται πιστευτό ένα μυθιστόρημα με θέμα πάνω κάτω οτι «Ο Μ. εκτελείται γιατί πήγε στο σινεμά την επομένη της κηδείας της μητέρας του», και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό τα λέει όλα από μόνο του».

Αυτό, το έγραψε το 1941 ο Ζαν Πωλάν (Jean Paulhan), ο επαγγελματίας αναγνώστης των εκδόσεων Γκαλιμάρ και εκδότης, τότε, της θρυλικής Nouvelle Revue Francaise (NRF). Και το έγραψε στην αναφορά που συνέταξε προς το ΔΣ των εκδόσεων για ΞΕΝΟ του Αλμπέρ Καμύ.

Η έγκριση του Πωλάν ήταν το τελικό «τυπωθήτω» γιατί στην πραγματικότητα το μυθιστόρημα ενός άγνωστου στα γαλλικά γραμματα και τους εστέτ κύκλους της γαλλικής διανόησης νεαρού από την Αλγερία, είχε γίνει ευρύτερα γνωστό τους προηγούμενους μήνες, αφού το χειρόγραφο είχε περάσει από τα χέρια μιας σειράς εμβληματικών «Ανθρώπων των Γραμμάτων» της εποχής με γνωστότερο στο ευρύτερο κοινό τον Αντρέ Μαλρώ που το λάτρεψε.

Σκοπός αυτού του βιβλίου, λοιπόν σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα του, τη καθηγήτρια Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Γέϊλ, Άλις Κάπλαν είναι να αφηγηθεί την ιστορία συγγραφής και έκδοσης ενός κλασικού έργου της Λογοτεχνίας.

«Η ανάγνωση του ΞΕΝΟΥ είναι μια διαβατήρια τελετή. Άνθρωποι σε όλο τον κόσμο συνδέουν το βιβλίο με την ενηλικίωσή τους, με μια πάλη με τα δυσκολότερα υπαρξιακά ερωτήματα», γράφει η Άλις Καπλαν εξαιρετικά εύστοχα στην εισαγωγή. Για μένα ισχύει σίγουρα γιατί ο ΞΕΝΟΣ ήταν το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα που διάβασα ως μαθήτρια και είμαι βέβαιη ότι το ίδιο ισχύει σχεδόν για όλους, σίγουρα για όσους μάθαμε Γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα που το περιλαμβάνει στο πρόγραμμα σπουδών του.

Την ιστορία αυτού του βιβλίου, λοιπόν που ενώνει εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη μας αφηγείται η Κάπλαν . Στην πραγματικότητα καταφέρνει απείρως περισσότερα:

Ακολουθεί την πορεία ενός πολύ φτωχού νεαρού που μεγάλωσε στην Αλγερία, μέσα σ’ένα σπίτι που επικρατούσε η σιωπή αφού η μητέρα του ήταν κωφή και μιλούσε ελάχιστα, ενός νεαρού που στα 17 χτυπήθηκε από τη φυματίωση με αποτέλεσμα οι επιδόσεις του στα Γραμματα να μην του δώσουν επαγγελματική διέξοδο στη διδασκαλία και να του απαγορεύσουν και τη στράτευση στο μεγαλο Δεύτερο Πόλεμο, έναν άντρα που λάτρευε το ποδόσφαιρο, τις παρέες και την ομαδική εργασία και που η σχέση του με τις γυναίκες δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ απο ψέμματα ή ψευτο μελοδράματα του είδους που τροφοδοτούν το αντρικό «εγώ».

Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν κάτι περισσότερο από ένας «καλός συγγραφέας» και φυσικά υπερβαίνει κατά πολύ την εικόνα του γοητευτικού αντρα που βλέπουμε στις διάσημες, κλασικές περισσότερο, φωτογραφίες του Καρτιέ- Μπρεσόν, «να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη των εκδόσεων Γκαλιμάρ, με την καπαρντίνα από τους Brooks Brother, στο στυλ του Μπόγκαρτ» ή την άλλη που κοιτάει το φακό κατά τα 3/4 χαμογελώντας πονηρά και με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του.

Ο Καμύ ήταν πάνω απ’όλα ένας ώραιος τύπος και ένας καλός άνθρωπος.

Το βιβλίο της Αν Κάπλαν με μάγεψε.

Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Αλγερίας που ο ΞΕΝΟΣ γεννήθηκε και του υπό γερμανική κατοχή Παρισιού όπου γράφτηκε, η εντυπωσιακή πληροφορία ότι πηγή έμπνευσης του, κατά δήλωση του ιδίου του Καμύ, ήταν το νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα Δυο Φορές», η μεγάλη εμπειρία που αποκόμισε ως δημοσιογράφος στην Αλγερία στην αρχή στο δικαστικό ρεπορτάζ όταν παρακολουθούσε συστηματικά δίκες και έγραφε γι αυτές, ο ρόλος των δασκάλων/μεντόρων (συνεχίζω ν’αγαπώ πολύ τον Ζαν Γκρενιέ-έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά- παρ’όλο που εμφανίζεται «λίγος»), το δίκτυο της πνευματικής ελίτ της Γαλλίας χωρίς το οποίο ο Καμύ δεν θα είχε καταφέρει απολύτως τίποτα, η μεγάλη γενναιοδωρία του Αντρέ Μαλρώ προς τον άσημο, επαρχιώτη συγγραφέα, το κύκλωμα των πανίσχυρων εκδοτών, ο τρόπος που οι κύκλοι των δημοσιογράφων τέμνονταν με αυτούς των λογοτεχνών, η γερμανική Κατοχή, οι διανοούμενοι που έγιναν απολογητές του ναζιστικού καθεστώτος και κάποιοι από αυτούς και δωσίλογοι, η πνευματική ζωή στο Παρίσι που έβραζε κατά την Κατοχή, θυμίζω ότι ανάλογο φαινόμενο είχαμε και στην Ελλάδα, οι Εκδόσεις Ίκαρος και το Θέατρο Τέχνης γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή και βέβαια, η στράτευση του Καμύ στη γαλλική αντίσταση.

Ναι, ο Καμύ και ο ΞΕΝΟΣ του είχαν την τύχη να βρεθούν στο σωστό μέρος, με τους σωστούς ανθρώπους, το σωστό χρόνο.
Όμως, την ίδια στιγμή, αν το ίδιο το έργο δεν ήταν σπουδαίο κανείς δεν θα ήταν πρόθυμος να δώσει στο συγγραφέα την παραμικρή ευκαιρία.

Γύρω από την κεντρική αφήγηση της πορείας από την Αλγερία ως την παγκόσμια επιτυχία, το Νόμπελ Λογοτεχνίας και τελικά την αιωνιότητα, η Κάπλαν πραγματεύεται πολλά «παράπλευρα», αλλά πολύ σημαντικά ζητήματα που αφορούν την ίδια την ιστορία και την κριτική της Λογοτεχνίας.

Από το όνομα του πρωταγωνιστή που από Mersault γίνεται το Meursault – εμπνευσμένο από το κρασί Meursault της Βουργουνδίας σύμφωνα με τους μελετητές του Καμύ, την αλλαγή στο ύφος του μυθιστορήματος που επέφερε η πρώτη μετάφραση στα Αγγλικά με προβλήματα που έπρεπε να λυθούν από τον τίτλο ακόμα (The Outsider ή The Stranger;) μέχρι την επίκληση του μυθιστορήματος σε… δίκες ανθρωποκτονιών που υποτίθεται ότι είχε εμπνεύσει (!)και την κριτική του Έντουαρτ Σαίντ με ερμηνευτικό εργαλείο τον Οριενταλισμό (το όνομα του Άραβα που σκοτώνει ο ήρωας δεν αναφέρεται καν από τον Καμύ) καθώς κια πλήθος άλλων λεπτομερειών, η Κάπλαν βρέθηκε στην Αλγερία να ερευνά στο αστυνομικό ρεπορτάζ το γεγονός που μπορεί να ήταν η αφορμή για το μυθιστόρημα.

Η πολύ φροντισμένη έκδοση των Εκδόσεις Καπόν – Kapon Editions / Το βιβλιοπωλείο της Ραχήλ στην πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Χαροκόπου διαβάζεται ως εγχειρίδιο ιστορίας, ως κριτική λογοτεχνίας – η Κάπλαν κάνει εκτενή ανάλυση και στιβαρή κριτική αποτίμηση του έργου και η ίδια, δεν περιορίζεται στο να ανθολογήσει τις σημαντικότερες από τις κριτικές που δημοσιεύθηκαν και ως κριτικός είναι τόσο καλή όσο δεινή είναι και ως αφηγήτρια- και ως ένα How To εγχειρίδιο στο επιτυχημένο (δηλαδή επωφελές) networking.

Il faut de tout pour faire un monde, λέει μια διάσημη γαλλική παροιμία. Όλα χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένας κόσμος, πράγματι.

Η Άλις Κάπλαν τα βρήκε όλα καί αυτόν τον γοητευτικό κόσμο μεταξύ ατόμου, ιστορίας και λογοτεχνίας τον έχτισε και μας τον περιέγραψε.

Μαγεύτηκα. Κυριολεκτώ.

Πώς επιλέγω το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω;

 

Πριν από κάποιους μήνες, οι συντάκτες βιβλίου του Atlantic έγραψαν πως επιλέγουν κάθε φορά το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουν. Έγραφαν βλακείες (οι στήλες του βιβλίου στο Atlantic είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ μέτριες) αλλά το θέμα μου φάνηκε ενδιαφέρον.

Πώς επιλέγει ένας βιβλιόφιλος το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσει.

Ρώτησα τέσσερις φίλους μου, οι τρεις διαδικτυακοί φίλοι χρόνων, που όμως ξέρω ότι έχουν διαβάσει στ’αλήθεια όλα τα βιβλία για τα οποία μιλάνε και σχολιάζουν. Οι δύο από αυτούς είναι και συγγραφείς. 

 

Άννα Βαρνά, η Annabooklover του θρυλικού μπλογκ «Βιβλία και Ξερό Ψωμί» μου έγραψε τα εξής:

Πώς διαλέγω το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω; Δεν υπάρχει μια απλή γραμμική απάντηση.
Μερικές φορές το ίδιο το βιβλίο μου δίνει πάσα για το επόμενο, ας πούμε θυμάμαι ότι διάβασα τα διηγήματα του Ιβάν Μπούνιν γιατί τα ανέφερε σε ένα βιβλίο της η Σώτη Τριανταφύλλου. Όταν βγαίνω για περπάτημα ακούω κάποιο άλλο βιβλίο, όχι μυθοπλασία συνήθως, και αυτό το έχω διαλέξει επειδή ίσως το ανέφερε κάποιος σχολιαστής ή σχολιάστρια που εκτιμώ ή είναι ένα βιβλίο που έχει σχέση με την επικαιρότητα. Για παράδειγμα όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία ξαναδιάβασα ένα βιβλίο της Applebaum που μιλούσε για την περιοχή αμέσως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Το ινσταγκραμ ήταν για αρκετό καιρό πηγή έμπνευσης ειδικά για βιβλία σε άλλες γλώσσες αλλά τελευταία το αποφεύγω, νιώθω ότι απευθύνεται περισσότερο στην καταναλώτρια μέσα μου και όχι στην αναγνώστρια.

Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι τα βιβλία των βιβλίων που μέσα τους περιέχουν, όπως οι Ρωσικές μπαμπούσκες, αναφορές σε εκατοντάδες αλλά βιβλία, για παράδειγμα ο Πάπυρος της Ιρένε Βαγέχο.

Οι λίστες των μεγάλων εντύπων προς το τέλος της χρονιάς, στις οποίες αφιερώνω πολύ χρόνο, ειδικά των ΝΥΤ και του NPR από την Αμερική, μπορούν να μου δώσουν ιδέες για μήνες. Παρασύρομαι φυσικά και από τις καινούριες γυαλιστερές εκδόσεις και το hype των βραβείων. Από τη διάθεση μου να στηρίξω ανθρώπους που γνωρίζω δικτυακά και βγάζουν ένα βιβλίο. Από τις προτάσεις του Book Journal και των μπλογκ. Αλλά νομίζω ότι τα πιο πολλά βιβλία που αγοράζω προέρχονται από προτάσεις φίλων- βιβλιόφιλων και φυσικά του αγαπημένου μου βιβλιοπωλη. Ας κλείσω με μια ευτυχή σύμπτωση που μου συνέβη παλιά, όταν ταξίδευα περισσότερο : είχα βρεθεί για ένα ΣΚ σε μια ξένη πόλη και έμενα σε ένα διαμέρισμα airbnb, κανονικό σπίτι όμως  με τα έπιπλα της οικογένειας, τα αντικείμενα τους και φυσικά τα βιβλία τους. Διάλεξα ένα μικρό βιβλιαράκι με διηγήματα του Τσβάιχ, κάθισα στο μικρό καναπέ και πέρασα ένα απόγευμα απλώς διαβάζοντας το βιβλίο μιας άλλης.

 

Ο συγγραφέας, ποιητής και μάχιμος εκπαιδευτικός Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (τα βιβλία του τα βλέπετε εδώ) ένας άνθρωπος που όλη του η διαδικτυακή παρουσία αφορά το βιβλίο, δεν είναι απλώς ένας δεινός αναγνώστης αλλά αντιμετωπίζει τη βιβλιομανία του με χιούμορ και σαρκασμό, μια στάση που σε μένα δημιουργεί ένα ωραίο αίσθημα αλληλεγγύης και συνενοχής. Μου έγραψε, λοιπόν, τα εξής:

 

Το επόμενο βιβλίο
Έχουν κι οι αναγνώστες τα πάθη και τις αγωνίες τους, κι ας είναι η ανάγνωση μια κατεξοχήν απολαυστική ασχολία. Άλλοτε ο διαθέσιμος χρόνος είναι λίγος, άλλοτε βιοτικές μέριμνες και προσωπικές περιπλοκές μπλοκάρουν την απαραίτητη για την ανάγνωση συγκέντρωση -Πάντοτε, ή ο καιρός νομίζω ότι με λείπει ή η διάθεσις ή η όρεξις, έγραφε ο Δημήτριος Βικέλας ήδη από τον 19ο αιώνα- και σχεδόν ποτέ τα χρήματα και ο χώρος δεν είναι αρκετά για την αγορά καινούργιων βιβλίων. Απ’ όλα αυτά όμως το χειρότερο μαρτύριο για έναν αναγνώστη είναι το άγχος του μπροστά στον όγκο των αδιάβαστων βιβλίων και ο προβληματισμός του για το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσει. 

Ομολογώ πως καμία από τις δύο αυτές σκοτούρες δεν με ταλαιπωρεί ιδιαιτέρως. Η έννοια του αδιάβαστου βιβλίου δεν υπάρχει στο μυαλό μου· τα βιβλία χωρίζονται για μένα σε δύο κατηγορίες: αυτά στα οποία έχω εύκολη πρόσβαση και όλα τ’ άλλα. Τα πρώτα είτε τα έχω ήδη διαβάσει είτε μπορώ ανά πάσα στιγμή να ξεκινήσω την ανάγνωσή τους· ενώ τα άλλα απλώς δεν επιθυμώ να τα διαβάσω.    

Όσο για το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω, έχω από νωρίς στη ζωή μου καταλάβει πως τα βιβλία δεν είναι μια σειρά από βραχάκια μέσα σ’ έναν ορμητικό ποταμό σελίδων, όπου ο αναγνώστης καλείται να πηδάει απ’ το ένα στο άλλο κατόπιν προσεκτικής επιλογής, αλλά είναι ο ίδιος ο ποταμός, αποτελούν ένα συνεχές λέξεων και φράσεων, αφηγήσεων και στοχασμών μες στο οποίο ρίχνομαι και κολυμπώ προς πάσα κατεύθυνση.

Τα αναγνώσματά μου ορίζονται άλλοτε από την επικαιρότητα ή από τη διαφήμιση και άλλοτε από την παραίνεση ενός φίλου ή από κάποια σύμπτωση. Το πιο σύνηθες ωστόσο είναι να οδηγούμαι από το ένα βιβλίο στο επόμενο μέσω αυτών των συχνά αόρατων δια γυμνού οφθαλμού νημάτων που συνδέουν όλα τα πράγματα του κόσμου μεταξύ τους: μια νύξη στο βιβλίο που διαβάζω με φέρνει μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης μου να κατεβάζω το επόμενο· μια αναφορά από έναν συγγραφέα σε έναν άλλο με οδηγεί στο βιβλιοπωλείο να αναζητήσω τα βιβλία του· ένα ενδιαφέρον θέμα ή μια ιδιαίτερη αφηγηματική ή στιχουργική τεχνική που ανακαλύπτω με σπρώχνει να βρω κι άλλα παρόμοια βιβλία. Και το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει. 

 

Ο συγγραφέας και αστροφυσικός Βασίλης Δρόλιας (τα βιβλία του τα βλέπετε εδώ) είναι άλλος ένας δεινός αναγνώστης το γούστο και το κριτήριο του οποίου εμπιστεύομαι άσχετα αν τελικά συμφωνώ μαζί του στις κρίσεις του, μου είπε σχετικά. 

Για τον ίδιο λόγο που ένας μαραθωνοδρόμος πρέπει να τρέχει, ένας συγγραφέας πρέπει να διαβάζει. Ο τύπος και το είδος των βιβλίων που διαβάζει, ιδανικά θα πρέπει να είναι όσο πιο ευρύ γίνεται, και να μη περιορίζεται στα βιβλία που ταιριάζουν στο δικό του ύφος ή σε αναγνώσεις που θα έλεγε κανείς ‘εύκολες’ σε σχέση με τα δικά του κείμενα. Η επιλογή του επόμενου βιβλίου όμως, είναι πάντα ένα ιδιαίτερο εμπόδιο που επιλέγω να μην αντιμετωπίζω ως την στιγμή που τελειώνει το προηγούμενο βιβλίο και αρχίζει μια παύση πριν το επόμενο.

Κατ΄ αρχάς έχω έναν άτυπο κανόνα τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με τον οποίο εναλλάσσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο με ένα non-fiction. M’ αυτό το δεδομένο τα υποψήφια βιβλία κατατάσσονται σε δυο λίστες και η επιλογή προσανατολίζεται σε μια από αυτές. Οι λίστες με τη σειρά τους έχουν βιβλία που μου κέντρισαν την προσοχή σε κάποιο βιβλιοπωλείο, βιβλία που διάβασα κριτική τους στο διαδίκτυο, βιβλία που μου πρότειναν φίλοι (΄αυτό πρέπει να το διαβάσεις΄) και συνήθως κάποια απ΄ τις νέες εκδόσεις. Η επιλογή απ΄ αυτό το σημείο και μετά είναι λίγο – πολύ τυχαία και ορίζεται μάλλον από την αίσθηση της στιγμής, απ’ ότι με κάποια μέθοδο λογικής ή ανάλυσης. Με μια διαφορά όμως: Πολλές φορές μπαίνουν σφήνα σ’ αυτή τη λίστα κλασικά βιβλία ή βιβλία που λειτουργούν σαν comfort blanket και λειτουργούν σαν προστασία ή διαφυγή από όλα όσα μπορεί να συμβαίνουν γύρω μου με απώτατο σκοπό να οδηγήσουν την σκέψη μου σε άλλες εποχές και στιγμές που συνήθως ανήκουν σε ένα άλλο παρελθόν, καλύτερο από το παρόν μου.

Τελικά η επιλογή του επόμενου βιβλίου για μένα είναι περισσότερο «τρέλα» από «μέθοδος», και ο τυχαίος περίπατος αυτής της τρέλας έχει βοηθήσει να ανακαλύψω βιβλία που δε θα διάβαζα υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ακριβώς γι’ αυτό δε θα άλλαζα αυτή την τρέλα για κάποια άλλη πιο ορθολογιστική μέθοδο. 

Με την Κατερίνα Κολτσίδα γνωρίζομαι πάνω από 30 χρόνια, ήμασταν συμφοιτήτριες, είναι από τους λίγους Αιγυπτιολόγους στην Ελλάδα, πολιτικοποιημένη, βιβλιοφάγος και εξαιρετική μαγείρισσα. Δηλαδή, απολύτως αξιόπιστο άτομο. *χαμογελάκι*.

Μου έγραψε:

Είχα την ευλογία να μεγαλώσω σε μια οικογένεια με μεγάλη βιβλιοθήκη και να κληρονομήσω, φευ,  και την τεράστια συλλογή ποίησης της εκλιπούσας αδελφής μου, ενώ έχω την πολυτέλεια να μπορώ να αγοράζω όποιο βιβλίο επιθυμώ. Το αποτέλεσμα είναι να έχω μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη, με περισσότερα από 10.000 βιβλία, εκ των οποίων κάτι λιγότερο από τα μισά είναι λογοτεχνικά ή δοκίμια. Από αυτά έχω διαβάσει λιγότερα από τα μισά.

Έτσι κάθε τόσο επιλέγω κάποια βιβλία που θέλω να διαβάσω το προσεχές διάστημα. Αυτά είναι πάντα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Διαφορετικά όχι μόνο στο περιεχόμενο, τη γλώσσα και την περίοδο στην οποία αναφέρονται, αλλά ακόμα και στο ειδικό λογοτεχνικό τους βάρος. Έτσι μετά από ένα δύσκολο βιβλιο (και ως δύσκολο δεν εννοώ μόνο κάποιο που θέλει συγκέντρωση στην ανάγνωση, αλλά και κάποιο με βαρύ ή/και ιδιαίτερα στενάχωρο θέμα) επιλέγω ένα που για μένα είναι πιο ελαφρύ ή πιο εύκολο, όπως ένα βικτωριανό της Αusten, ένα αστυνομικό ή ένα βιβλίο με σχετικά ελαφρύ θέμα. Φυσικά, αν μου αρέσει πάρα  πολύ ένα βιβλίο, προμηθεύομαι όλα τα βιβλία του συγγραφέα που το έγραψε. Δεν νιώθω βάρος να διαβάσω άμεσα τα βιβλία που αγοράζω, οπότε υπάρχουν βιβλία που έχω διαβάσει και τριάντα χρόνια μετά την αγορά τους. 

Για παράδειγμα, τα πρώτα 15 βιβλία που διάβασα φέτος τον Ιανουάριο: 

Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
Δημήτρης Φύσσας, Στρατιώτης του Χριστού
Ναταλία Γκίντσμουργκ, Αγαπητέ μου Μικέλε
Arno Schmidt, Μαύροι καθρέφτες
Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση
Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, Σημειώσεις ενός νεαρού γιατρού
Γκυ ντε Μοπασσαν, Ιστορίες αυτοχειρίας
James Baldwin, Το κουαρτέτο του Χάρλεμ
Νόρμαν Σπίνραντ, Οι πράκτορες του χάους
Χρήστος Αστερίου, Ίσλα Μπόα
Anna Seghers, Το τέλος
Ray Bradbury, Ο εικονογραφημένος άνθρωπος
Ζωρζ Μπατάιγ, Ηλιακός πρωκτός
Hans Fallada, Λύκος ανάμεσα σε λύκους
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Διηγήματα
Μάργκαρετ Ατγουντ, Η χρονιά της πλημμύρας

 

Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου και τα βιβλιοπωλεία όλων των πόλεων διοργανώνουν πολλές εκδηλώσεις με συγγραφείς. Αξίζει να πάτε μια βόλτα, όσοι αντέχετε την «απομυθοποίηση» του προσώπου του συγγραφέα! 

Ο Κυριάκος Αθανασιάδης έγραψε για τη σημερινή ημέρα στην Athens Voice και έχει συγκεντρώσει και τις πληροφορίες για όλες τις σχετικές εκδηλώσεις. 

 

Κραιπάλες χριστουγεννιάτικες και άλλες

Ηρακλής και Ομφάλη, 1ος αι. μ.Χ. Οικία Μάρκου Αυρηλίου, Πομπηία, triclinium16, ανατολικός τοίχος, κεντρική σύνθεση.
Αρχαίολογικό Μουσείο Νάπολης

Λέγεται ότι όταν ο ποιητής Σιμωνίδης είδε σ’ένα συμπόσιο, σήμερα το λέμε πάρτυ, ένα ξένο να κάθεται σε μια γωνιά μόνος του σιωπηλός, χωρίς να πίνει, τον πλησίασε και του είπε: «Άνθρωπέ μου, αν είσαι ηλίθιος καλά κάνεις και μένεις σιωπηλός χωρίς να πίνεις. Αν όμως είσαι σοφός τότε συμπεριφέρεσαι ηλίθια».

Την ιστορία αυτή μας την παραδίδει ο αγαπημένος μου Πλούταρχος στο βιβλίο των «Ηθικών» που φέρει τον τίτλο «Συμποσιακά» και στο οποίο δίνει τη λύση σε διάφορα «προβλήματα», όπως τα χαρακτηρίζει, μεταξύ των οποίων κι αυτό της πρεσβυωπίας (σοβαρολογώ).

Οι Στωικοί φιλόσοφοι ήταν βέβαιοι: το να πίνεις είναι μια τέχνη —την ονόμαζαν μάλιστα συμποτική τέχνη— τόσο σημαντική οσο και ο έρωτας (και εννοούσαν βέβαια το σεξ). Το να ξέρεις να πίνεις και να κάνεις σεξ ήταν αρετές στις οποίες ο ελεύθερος και νουνεχής πολίτης έπρεπε να εξασκηθεί αφου, βέβαια,μάθαινε τη σχετική θεωρία. (Στοβαίος, Εκλογές, Αποφθέγματα, βιβλίο 2ο, κεφ.vii, 5β 9 )

Πώς πρέπει να πίνουμε στα πάρτυ, πόσο και τι κινδύνους έχει η οινοποσία;

Αυτά είναι ερωτήματα που επανέρχονται στην Ελληνική και Λατινική Γραμματεία γιατί ο Όμηρος μας είχε προειδοποιήσει αρκετά νωρίς:

«Το κρασί, σπρώχνει και τον πιο μυαλωμένο να τραγουδήσει, να τον κάνει να αφεθεί στο γέλιο το γλυκό και να χορέψει, τον κάνει να πει κουβέντα που καλύτερα θα ήταν να μείνει κρυφή»

(ξ 464–στο διάλογο του Οδυσσέα με τον βοσκό Εύμαιο, ο Πλούταρχος είναι που ανθολογεί το στίχο. Χθες το βράδυ ξαναδιάβασα ολόκληρη τη ραψωδία ξ, την άφιξης του Οδυσσέα στην Ιθάκη και έμεινα για πολλοστή φορά μαγεμένη με τη σύνθεση: την αφηγηματική της ευφυΐα και την ομορφιά της)

Όλα τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι τα γνώριζε ένας επιφανής Ρωμαίος, ο Μάρκος Λουκρήτιος, κοσμικός πολίτης της Πομπηίας, ίσως και ιερέας του θεού Άρη. Ακόμα κι αν δεν τα είχε διαβάσει σίγουρα τα είχε…ζήσει.

Βλέπετε, ο Μάρκος Λουκρήτιος είχε στην Πομπηία μία από τις μεγαλύτερες και γνωστότερες βίλες που έχουν αποκαλύψει οι ανασκαφές: 34 δωμάτια μ’ένα τεράστιο χώρο για πάρτυ. Πόσα άραγε να είχε διοργανώσει; Πόσες κραιπάλες να είχαν συμβεί στο σπίτι του;

Πρέπει να συμπεράνουμε πως ήταν party animal γιατί στο κέντρο του «σαλονιού» είχε φροντίσει να φιλοτεχνηθεί (από πολύ καλό ζωγράφο) η σύνθεση που βλέπουμε στη φωτογραφία, μάλλον για να προειδοποιήσει τους καλεσμένους τους για τους κινδύνους που έχει η υπερκατανάλωση αλκοόλ.
Τι δείχνει αυτή η υπέροχη τοιχογραφία;

Τον ήρωα Ηρακλή, λιώμα στο μεθύσι, σε βαθμό που να έχει ανταλλάξει ρούχα με την ερωμένη του, βασίλισσα της Λυδία Ομφάλη. Δείτε! Εκείνη κρατάει όλα τα διακριτικά της ισχύος του: το ρόπαλο ενώ φοράει τη λεοντή ενώ ο εκείνος, με βλέμμα εντελώς μεθούα και υποβασταζόμενος φοράει τα φανταιζί της παπουτσάκια. 

Αξίζει να παρατηρήσουμε στη σύνθεση τις υπέροχες λεπτομέρειες που προσδίδουν την ιλαρότητα στη στιγμή. Ο μικρός ερωτιδέας, δίπλα στο κεφάλι του που του φυσάει στο αυτί τη τρομπέτα του, ο άλλος στα πόδια του που καθρεφτίζεται στο αργυρό κύπελλο του ήρωα που έχει πέσει στο έδαφος.

Οργιαστική κατάσταση.

Βέβαια, να πούμε εδώ ότι σύμφωνα με τη Μυθολογία ο Ηρακλής με την Ομφάλη είχαν μια περίεργη σχέση. Με απόφανση του Μαντείου των Δελφών (μεγάλη ιστορία αυτή, για κάποια άλλη φορά) βρέθηκε στη Λυδία να την υπηρετεί ως σκλάβος της, Τα κουτσομπολιά θέλουν αυτό να το έκανε φορώντας γυναικεία ρούχα ενώ άλλα κουτσομπολιά (άλλες εκδοχές του μύθου δλδ) τους θέλουν απλώς να αλλάζουν ρούχα, έτσι, για παιχνίδι. Έκαναν κι ένα παιδί οπότε μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε που κατέληγαν τα παιχνίδια. Δεν κρίνουμε! Απλώς όσοι νομίζετε ότι σήμερα, τον 21ο αιώνα επιδίδεστε σε τέτοιες μαγκιές να ξέρετε ότι δεν κάνετε και κάτι προχωρημένο! Έχουν προηγηθεί οι αρχαίοι ημών! Μετά ήρθε ο Χριστινιασμός και τα γ@μησε όλα (με την κακή έννοια!) αλλά δεν είναι της παρούσης.

Στις γιορτές λοιπόν πίνουμε κρασί (ελληνικό, έτσι;) ακολουθώντας τις οδηγίες της καμπάνιας Wine in Moderation.

Άλλιώς κινδυνεύουμε να βρεθούμε σαν τον Ηρακλή: με το βρακί της άλλης για σκουφί. Το οποίο δεν είναι κακό per se αλλά στην εποχή μας υπάρχουν και τα κινητά που απαθανατίζουν τα πάντα. Γιατί όπως έλεγε και η Μαρκησία ντε Μαρτέιγ, όταν προσπαθούσε να διαφθείρει την Καικιλία ντε Βολάνζ, στο γνωστό επιστολογραφικό μυθιστόρημα (έλα, τις Επικίνδυνες Σχέσεις εννοώ, το ξέρετε όλοι): «Στη ζωή, μπορείς να κάνεις ό,τι μα ό,τι θες. Αρκεί να φροντίζεις να μην υπάρχουν μάρτυρες». Ψέματα;

Καλή διασκέδαση!

Δέκα πράγματα που έμαθα από την Επικοινωνία

Χάρης Θάνος, Το σπίτι στα Άνω Λιόσια

Τον προηγούμενο μήνα, έκλεισα είκοσι χρόνια στο χώρο της Επικοινωνίας.

Όλως τυχαίως, βρέθηκα να «γιορτάζω» την επέτειο με τον τρόπο που ξεκίνησα: στέλνοντας προσκλήσεις για μία συνέντευξη τύπου και μιλώντας με δημοσιογράφους για το θέμα της. Μοιραία λοιπόν άρχισα να καταγράφω ό,τι έμαθα αυτό το διάστημα, τα χαζογράφω ένα μήνα τώρα.

Πρόκειται για δωρεάν συμβουλές. Και ξέρετε τι λέμε οι επαγγελματίες των συμβουλευτικών υπηρεσιών για τις δωρεάν συμβουλές: Να σκεφτείτε σοβαρά να τις αγνοήσετε. 🙂

Να λοιπόν δέκα πράγματα που έχω μάθει μέχρι σήμερα

Ένα. Η καθημερινότητά μου βελτιώθηκε δραματικά μόλις αποσυνέδεσα τον εγωϊσμό μου από τη δουλειά μου. Εργάζομαι σε σκληρά ανδροκρατούμενους χώρους και το να με πληρώνουν για να δίνω συμβουλές έχει πάρα πολλές προκλήσεις. Στην αρχή θύμωνα όταν δεν ακολουθούσαν το σχέδιο επικοινωνίας που είχα σχεδιάσει και έπαιρνα και ένα μαλακισμένο, θριαμβευτικό υφάκι όταν τα έκαναν μαντάρα και μετά με καλούσαν να τους σώσω.

Τελείωσε αυτό. Πλέον σχεδιάζω το πλάνο, εξηγώ λεπτομερώς τα δεδομένα που χρησιμοποίησα, παρουσιάζω τη συλλογιστική μου και επιμένω να τους εκπαιδεύσω στην εφαρμογή του σχεδίου.
Αυτό, το τελευταίο, το αντέγραψα ως τρυκ από τη μαγερική: πολλές φορές έχουμε μπροστά μας μια καλή συνταγή αλλά το φαγητό δεν πετυχαίνει. Ο τρόπος εκτέλεσης της συνταγής θέλει εκπαίδευση και εξάσκηση.

Μάθημα πρώτο, λοιπόν: όχι εγωϊσμός. Δηλητηριάζει, είναι αντιπαραγωγικός, οδηγεί σε μεγάλες αποτυχίες.
Συνεργασία, υπομονή, ειλικρινής ταπεινοφροσύνη γιατί σε σώζει από πολλές κακοτοπιές, κυρίως από τη γελοιοποίηση αλλά και συναισθηματικά όρια: όποιος δεν θέλει να συνεργαστεί δεν θα σκάσουμε κιόλας. Σχεδιάζουμε, παραδίδουμε, τιμολογούμε, πάμε παρακάτω.

Δύο. Αυτό το «Πάμε παρακάτω» είναι το δεύτερο μάθημα που με δίδαξε η Επικοινωνία. Έμαθα να βάζω τελεία και «να πηγαίνω παρακάτω». Πολλοί έξυπνοι άνθρωποι υποκινούμενοι και από εγωισμό αρνούνται να παραδεχτούν ότι κάποια πράγματα απλώς δεν προχωράνε και επιμένουν, εγωϊστικά, μέχρι να τα φτιάξουν. Καίνε τα κύτταρά τους και σπαταλάνε το χρόνο τους. Δεν είναι επίδειξη ευφυίας η τυφλή επιμονή, είναι εγωϊσμός.
Με βοήθησε πολύ και στις σχέσεις μου με το άλλο φύλο αλλά και στις φιλίες μου. Κάποιες σχέσεις δεν προχωράνε. Καμία πικρία, καλή καρδιά, πάμε παρακάτω.

Αυτή η στάση αποτυπώνει πλέον και την άποψή μου για το πως μεταρρυθμίζεις μια χώρα: το παλιό δεν φτιάχνει. Το αφήνεις να αποσυντεθεί και χτίζεις δίπλα του κάτι νέο. Το πρόβλημα είναι πλέον με τα κόμματα αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης.

Τρία. Με την Επικοινωνία έμαθα πως να διαχειρίζομαι όσους αγαπώ αλλά και όσους με εχθρεύονται και είναι γνωστό πως δεν είναι λίγοι.
Με τους ανθρώπους που αγαπώ έμαθα να μην θυμώνω και κυρίως να μην εφαρμόζω σε αυτούς τα «επικοινωνιακά κολπάκια» που έχω μάθει στα χρόνια, συχνά προς μεγάλη τους απογοήτευση, ειδικά οι άντρες που περιμένουν να δουν τη «μεγάλη στρατηγό» εν δράσει, δηλαδή να φέρεται σαν τη μανούλα τους. Δεν νομίζω, Τάκη.
Είναι βέβαιο αυτό: Η αγάπη δεν χειραγωγείται, η αγάπη δεν εκβιάζεται. Καλύτερα να πονέσεις για λίγο (πάντα περνάει δε) παρά να καταδεχτείς να χειραγωγήσεις κάποιον. Για να τον κυνηγάς δεν το συζητάω καν. Είμαι παθιασμένη πολέμιος του κυνηγιού άλλωστε. 🙂 Μην κυνηγάτε. Θα γεμίσετε ρυτίδες και μετά θα τρέχετε για μπότοξ.

Έμαθα ακόμα πως να διαχειρίζομαι τους διάφορους εχθρούς που έχω αποκτήσει, άθελα μου τους περισσότερους γιατί δεν θα αλλάξω τις ιδέες μου για να γίνω δημοφιλής, σόρρυ κιόλας.

Έμαθα λοιπόν ότι είναι λάθος να ασχολούμαστε με τους εχθρούς μας και ότι τα «συνταγολόγια» των σοφών του του Μεσαίωνα που είναι τόσο δημοφιλή, από τον Μπαλτάσαρ Γκρασιάν μέχρι τον Μακιαβέλι και τον Σου Τζου πως τον λένε αυτόν. Αυτοί έπρεπε να επιβιώσουν σε πολύ κλειστά, αρχαϊκά περιβάλλοντα, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν είχε καμία αξία και για τον ηγεμόνα ήταν όλοι ήταν αναλώσιμοι.

Εμείς ζούμε σε δημοκρατίες, δεν ασχολούμαστε εμμονικά με τους εχθρούς μας γιατί τους κρατά υπό έλεγχο και το σύστημα, μην το υποτιμάτε αυτό. Εγώ πιστεύω στο σύστημα, όσο αφελές κι αν φανεί. Πιστεύω πάρα πολύ στη Δημοκρατία. Πιστεύω ότι αν τα άτομα διαθέτουν στοιχειώδη μόρφωση ώστε να διακρίνουν τις κακοτοπιές, η Δημοκρατία (με τις συμβουλές ενός καλού δικηγόρου τον οποίο πληρώνουμε πάντα) μπορεί να τα προστατεύσει αποτελεσματικά. Κοιτάμε τη δουλειά μας, λοιπόν κι αφήνουμε τον κοσμάκη να αφρίζει. Είναι βέβαιο αυτό που σας λέω. Πολλάκις δοκιμασμένο.



Τέσσερα. Με την πείρα που απέκτησα με τα χρόνια συνειδητοποίησα, αρχικά με έκπληξη, ότι για να γίνει κάποιος γνωστός χρειάζεται τη βοήθεια πολύ λιγότερων ανθρώπων απ’όσο νομίζει. Οπότε, αν θέλετε να γίνετε γνωστοί μην κάνετε αβαρίες στο πόπολο, μην επαιτείτε την επιδοκιμασία όσων δεν σας αφορούν. Μην σκορπίζεστε στον καθένα. Θέλει σχέδιο και τρόπο αλλά πάνω απ’όλα αυτοσεβασμό και οικονομία δυνάμεων γιατί ισχύει αυτή η αντίφαση για τη ζωή: είναι μικρή αλλά ο δρόμος της πολύ μακρύς.


Πέντε. Τα σόσιαλ μήντια είναι ένα εργαλείο και αν το χειρίζεσαι με δεξιότητα σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι είσαι επαγγελματίας της επικοινωνίας. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που μπορούν να χειρίζονται επιδέξια το μαχαίρι του σεφ αλλά μαγειρεύουν άθλια.
Η επικοινωνία είναι το επάγγελμα που έχει ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την κατασκευή του μηνύματος. Προϋποθέτει τη μελέτη ερευνών κοινής γνώμης, γνώση των κοινωνικών φαινομένων, της ιστορίας και της πολιτικής θεωρίας και βέβαια επάρκεια στη γνώση των εννοιών και των χρήσεων των λέξεων και όχι απλώς επάρκεια ΣΤΗ χρήση των λέξεων.



Έξι. Στις μέρες μας οι αμοιβές είναι χαμηλές για όσους πρωτοξεκινάνε. Αλλά δεν θα δίσταζα στιγμή να περικόψω άλλες δαπάνες για να αφιερώνω ένα ποσό από το εισόδημά μου στην αυτοβελτίωση.

Στην Ελλάδα ισχύει το εξής καταπληκτικό: μπορείς να γίνεις ανταγωνιστικός διαβάζοντας απλώς μια εφημερίδα. 9,5 στους 10 δεν διαβάζουν ΑΠΟΛΥΤΩΣ τίποτα.
Το διάβασμα είναι το μυστικό της επιτυχίας.

Δίνω κάποιες ιδέες για όσους θέλουν να εργαστούν στην επικοινωνία:

Επειδή δεν έχω σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, έκανα ιδιαίτερο με μαθηματικό στις βασικές αρχές στατιστικής και πιθανοτήτων για να διαβάζω έρευνες κοινής γνώμης.

Άλλη επένδυση είναι να προσλάβετε ένας δάσκαλο για να εξασκηθείτε στην ομιλία μιας ξένης γλώσσας.
Και βέβαια η σοβαρότερη επένδυση είναι τα βιβλία και τα ξένα έντυπα με την προϋπόθεση ότι θα τα διαβάζετε.

Αν έχετε περιορισμένο budget και μπορείτε να αγοράζετε μόνο ένα έντυπο αυτό είναι, βέβαια, ο Economist και αν ασχολείστε με το business (αποκλείεται να ασχολείστε στα σοβαρά με το business ως αρχάριοι αλλά λέμε τώρα) τότε η επιλογή είναι και η Wall Street Journal.
Όσοι εργάζεστε ως δημιουργικοί στη διαφήμιση, κειμενογράφοι και γραφίστες, για εσάς το διεθνές έντυπο είναι οι New York Times και ο Guardian (δωρεαν για την ώρα).

Άλλη σοβαρή επένδυση είναι η φωνή σας. Ντοπιολαλιές κλπ διορθώστε τες με ορθοφωνία, αν θελετε να περπατήσετε στα σοβαρά στη δημόσια σφαίρα. Εξαίρεση η προφορά της Θεσσαλονίκης, η οποία αν δεν είναι έντονη έχει χαρακτήρα.
Σκεφτείτε πόση δουλειά κάνουμε στην επικοινωνία με το τηλέφωνο. Η φωνή, ο τόνος, η ομιλία πρέπει να είναι εξασκημένα.

Σοβαρό skill είναι και η δημιουργία ρουτίνας για το διάβασμα. Διαβάζω απίθανες βλακείες για το διάβασμα. Είναι μια συνήθεια. Και όπως όλες οι συνήθειες τις αποκτάς με επιμονή, σε βάθος χρόνου ξεκινώντας από κάτι πολύ μικρό.
Βρείτε, τώρα αμέσως, την ώρα της ημέρας που θα διαβάζετε. Είναι το πρωί με τον καφέ; Είναι το βράδυ; Θα ξεκινήσετε σιγά-σιγά αλλά θα το κάνετε κάθε μέρα.
Όταν λέω διάβασμα δεν εννοώ το σκρολάρισμα στο φμπ και το τουίτερ. Εννοώ διάβασμα.



Επτά. Εξασκηθείτε στο γράψιμο. Ανοίξτε ένα μπλογκ. Προσπαθείστε να αρθρογραφείτε σε ΜΜΕ. Τι σύμβουλος επικοινωνίας είσαι αν δεν μπορείς να γράψεις ένα άρθρο 500 λέξεων;

Οκτώ. Να μάθετε να σέβεστε τον Τύπο και το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Κάποιοι δημοσιογράφοι μόνο αξιοσέβαστοι δεν είναι αλλά αυτό είναι δικό τους πρόβλημα, όχι δικό σας. Οι επαγγελματίες της επικοινωνίας σεβόμαστε τους δημοσιογράφους και αγνοούμε τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο κάποιοι μας φέρονται, έχουν κι αυτοί τα δίκια τους, ακούνε πολλά στο τηλέφωνο. Ο Τύπος είναι πυλώνας της Δημοκρατίας και οι επαγγελματίες της επικοινωνίας οφείλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ως υπηρέτες του πολιτεύματος. Δεν λέμε συνειδητά ψέματα, δεν παραπλανούμε, σεβόμαστε την κοινή γνώμη.
Επίσης, πρέπει να είμαστε υπερήφανοι ως κλάδος. Η δουλειά μας κάνει τον κόσμο καλύτερο, υπηρετούμε τη Δημοκρατία και την κοινωνία, μόνο η κοινωνία μετράει.

Εννιά. Κέντρο της επαγγελματικής μας ύπαρξης είναι ο πελάτης. Πρώτα ο πελάτης. Εμείς μένουμε στη σκιά. Οι φωτογραφίες μαζί με τους πελάτες μας, ειδικά αν είναι διάσημοι, πρέπει να είναι λίγες και να δημοσιεύονται σπάνια και με προσοχή. Καλύτερα να δημοσιεύσει ο πελάτης μια φωτογραφία του μαζί σας στα κανάλια του στα σόσιαλ μήντια και όχι εσείς μαζί του στα δικά σας.

Το καλύτερο το έχει πει η φίλη μου και κορυφαία επαγγελματίας της επικοινωνίας Λίλυ Δημητρίου: « Εγώ Βίβιαν αν δω ότι ο πελάτης μου είναι κοντός και δεν θα βγει καλός στη φωτογραφία, σκύβω να ανέβει στην πλάτη μου να φωτογραφηθεί για να εμφανιστεί όπως πρέπει. Γιατί η επιτυχία μου περνάει μέσα από το περφόρμανς του πελάτη μου». Κι αυτό το λέει μια σνομπ, σκληρή επαγγελματίας της επικοινωνίας.
Μόνον ο πελάτης μετράει. Εμείς είμαστε στα παρασκήνια και τον καμαρώνουμε ως δικό μας δημιούργημα.

Μιας και ο λόγος στους πελάτες. Δεν συναπτουμε ερωτικές σχέσεις με τους πελάτες. Το σεξ επ’αμοιβή είναι υπηρεσία που παρέχει άλλο επάγγελμα. Δεν το κρίνω απλώς επισημαίνω πως είναι άλλο επάγγελμα.

Μιας και αναφέρθηκα σε συναδέλφους: οι συνάδελφοί μας είναι πολύ σημαντικοί για την καρριέρα μας, ειδικά για τους freelancers. Με αυτούς θα συζητήσουμε κάποια στρατηγική, αν δεν μας βγαίνει, μαζί θα αναζητήσουμε τη διατύπωση σε σλόγκαν, εκείνοι θα μας δώσουν μια λέξη, τη λέξη πάνω στην οποία εμείς θα χτίσουμε ολόκληρη καμπάνια. Εννοείται ότι βοηθάμε κι εμείς αν μας το ζητήσουν, αφιερώνουμε χρόνο, συζητάμε. Αν είστε γενναιόδωροι θα εισπράξετε γενναιοδωρία από τους συναδέλφους, έτσι πάνε αυτά. Είμαι ευγνώμων για τους συναδέλφους μου. Τους σέβομαι και τους αγαπώ.


Δέκα. Μετράει η εμφάνιση;
Ναι μετράει.
Αυτό βεβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να είστε όμορφοι, αδύνατοι ή fit. Όχι, καμία σχέση. Δεν είναι αυτό η εμφάνιση άλλωστε.
Αν και, αν έχετε παραπάνω κιλά, όπως εχω κι εγώ αυτή την εποχή, να τα χάσετε. Η δουλειά μας έχει πολύ ορθοστασία και τα κιλά δεν βοηθανε. Το θυμήθηκα τώρα που βγήκαμε, πάλι, από το σπίτι και τρεχω όλη μέρα. Επίσης μας αφαιρούν από την εκφραστικότητα των κινήσεων (για τις κινήσεις και τις χειρονομίες θα έπρεπε να κάνω ένα σεμινάριο κάποια στιγμή).

ΟΜΩΣ, όπως και να είστε: κοντοί, παχουλοί, άσχημοι δεν έχει ΚΑΜΙΑ σημασία αν την εμφάνισή σας αυτή την έχετε κάνει endorse. Αν την έχετε αποδεχτεί.

Και τι σημαίνει αποδέχομαι την εμφάνισή μου; Σημαίνει ότι φροντίζω τον εαυτό μου. Η ατημελησιά, η λετσαρία και η ταγαροσύνη απλώς απαγορεύονται.

Οι γυναίκες αποφεύγουμε την εμφάνιση πίστας νυχτερινού κέντρου.
Εν ωρα εργασίας δεν καπνίζουμε και δεν πίνουμε. Όχι, δεν καπνίζουμε. Είναι βέβαιο αυτό που σας λέω.
Οι άντρες ξεχάστε τα ζελέ στα μαλλιά, τα άσπρα t-shirt μέσα από το γαλάζιο ή ροζ παστέλ πουκάμισο, το στυλ ΔΑΠ-ΝΦΔΚ Νομικής και αυτό το λέω εγώ που ήμουν στη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ.

Σημειώστε ότι οι αρχαίοι ημών που ήταν υπεργαμάτοι τύποι, με την έννοια πρόσωπο εννοούν το κάδρο για τα μάτια. Στα μάτια παίζεται το παιχνίδι. Όσο πιο πολλά βιβλία διαβάζεις τόσο πιο ενδιαφέρον βλέμμα αποκτάς.

Κλείνω με τούτο.
Κυριαρχεί η λανθασμένη άποψη ότι επικοινωνία σημαίνει «έξυπνες ιδέες». Πρόκειται περί μεγάλης παρανόησης. Η επικοινωνία είναι σκληρή δουλειά. Εξυπνες ιδέες έχουμε όλοι, το θέμα είναι ότι κάθε ιδέα κάποιος πρέπει να της δώσει υπόσταση με λέξεις, με εικόνες και μετά, ως μήνυμα πλέον, να την παραδώσει σε όλους μαζί αλλά και σε ένα προς ένα στο κοινό που απευθύνεται. Πρόκειται για φοβερά σκληρή, ενίοτε βαρετή δουλειά.

Τη δουλειά μας την περιγράφει ο μύθος του Αισώπου, «Η συνελευση των ποντικών». Ωραία η ιδέα να κρεμάσουν τα ποντίκια το κουδούνι στο γάτο για να τον ακούν όταν πλησιάζει απειλητικός. Το θέμα είναι ποιος θα του κρεμάσει το κουδούνι. Εσύ, ο σύμβουλος επικοινωνίας είσαι αυτός που πρέπει να κρεμάς κάθε φορά το κουδούνι στο γάτο.

Είναι, πραγματικά, να απορείς που υπάρχουν άτομα που έχουν ερωτευθεί αυτή τη δουλειά. Χαμογελάκι.

*Ο Χάρης Θάνος φοιτά στο ατελιέ Εικαστικών του Εργαστηρίου Ειδικής Αγωγής «Μαργαρίτα». Το έργο αυτό μαζί με άλλα συμφοιτητών του στο Ατελιέ εκτίθενται στη Γκαλερί 13m2 στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης.
Όπως μας έχει πει ο καλλιτέχνης στο σπίτι αυτό το ζωντανά χρώματα εκφράζουν τις χαρές που έζησαν οι ένοικοί του ενώ το μαύρο τις δυσάρεστες στιγμές. Αναπαριστά για μένα πανέμορφα την εικοσαετία που πέρασε.

Το τελευταίο μήνυμα




Όσο συστηματικά και να καταναλώνουμε τις διεθνείς ειδήσεις, όταν ζούμε σε μια περιφερειακή χώρα της Μεσογείου πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι για το γεγονός ότι πληροφορούμαστε τα γεγονότα ανά τον πλανήτη μέσα από την οπτική των ισχυρότερων πομπών μηνυμάτων και ότι η αλήθεια κάθε χώρας δεν ανιχνεύεται στις ειδήσεις που παράγει.

Παρ’όλα αυτά όμως, ακριβώς επειδή ζούμε σε μια περιφέρεια που παράγει περισσότερες εντάσεις απ’όσες μπορεί να καταναλώσει, κατά τη διάσημη ρήση, μπορούμε να αντιληφθούμε, έστω και διαισθητικά, την πολυπλοκότητα κάποιων καταστάσεων και να ταυτιστούμε με την ένταση των δραματικών γεγονότων που ζουν.

Προ ημερών πέθανε ο πρώην πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής Φρέντερικ ντε Κλερκ, ο άνθρωπος που έδωσε τέλος στην πολιτική Απαρτχάιντ και μαζί με τον Νέλσον Μαντέλα οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα εποχή, ένα εγχείρημα για το οποίο μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης το 1993.

Ο ντε Κλερκ (παντρεμένος με Ελληνίδα, παρεμπιπτόντως) ήταν στη χώρα του μια αμφισβητούμενη προσωπικότητα. Το γεγονός όμως ότι δέχθηκε σφοδρή κριτική τόσο από τη λευκή κοινότητα της χώρας στην οποία και ανήκε όσο και από τη μαύρη, δείχνει για εμάς ότι προσπάθησε να υπερβεί τα αδιέξοδα που δημιουργούσε η ίδια η ιστορία.

Το περιγράφει ωραία στη δήλωση που έκανε μετά την ανακοίνωσή του θανάτου του ο Αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, μια θρυλική μορφή των αγώνων κατά του Απαρτχάιντ κι αυτός βραβευμένος με Νόμπελ το 1984: «Ο ντε Κλερκ καταλαμβάνει μια ιστορική αλλά δύσκολη θέση στην ιστορία της Νοτίου Αφρικής».Στην επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης που προήδρευε ο Τούτου για να διερευνήσει τα εγκλήματα της λευκής μειονότητας σε βάρος των μαύρων είχε καταθέσει και ο ντε Κλερκ χωρίς να κάνει μια πλήρη παραδοχή για τα εγκλήματα και τα βασανιστήρια που είχε διαπράξει το Απαρτχάιντ σε βάρος των μαύρων.

Μετά το θάνατο του ντε Κλερκ όμως, κυκλοφόρησε ένα βίντεο με ένα μαγνητοσκοπημένο του μήνυμα, το τελευταίο μήνυμα, όπως είπε που απηύθυνε στο λαό της Νοτίου Αφρικής.Σε αυτο το μήνυμα και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ζητάει συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσε το Απαρτχάιντ στους έγχρωμους πληθυσμούς της χώρας του.

Αυτό που βρήκαμε ενδιαφέρον στο τελευταίο του μήνυμα είναι ότι υπογραμμίζει ότι τη συγγνώμη δεν τη ζητάει ως πρώην πολιτικός ηγέτης αλλά τη ζητάει πρωτίστως ως άτομο γιατί νεότερος ασπαζόταν την ιδεολογία των διακρίσεων, όπως παραδέχεται. «Όμως, κάποια στιγμή κατάλαβα πόσο ηθικά έκπτωτη είναι η πολιτική αυτή», λέει «και μεταστράφηκα. Και από αυτή, την προσωπική μου μεταστροφή, πήγαζε έκτοτε κάθε πολιτική μου δραστηριότητα προς την κατεύθυνση της κατάργησης του Απαρτχάιντ». 

Βρήκαμε την επιθυμία του γηραιού πολιτικού να δημοσιεύσει ένα μετά θάνατον διάγγελμα ανθρώπινη και βγαλμένη, λες, από τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου. Το παρελθόν δεν διορθώνεται και ο ντε Κλερκ, βραβευμένος και με βραβείο Νόμπελ για τη συνεργασία του με τον Μαντέλα για την κατάργηση του καθεστώτος των διακρίσεων θα μπορούσε να μην ζητήσει κάποια επιπλέον συγγνώμη. Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο βίντεο, αρκετοί ποτέ δεν πίστεψαν ότι οι προθέσεις του ήταν ειλικρινείς.

Δεδομένου ότι είναι αδύνατον και ως εκ τούτου λάθος να κρίνουμε τους ανθρώπους από τις προθέσεις τους, μένουν προς κριτική μόνον οι πράξεις τους, ούτε καν τα λόγια τους και στην πολιτική η έκφραση συγγνώμης δεν είναι «λόγια»: είναι η απόλυτη πράξη ανάληψης ευθύνης για όσα πλήγωσαν φίλους αλλά κυρίως πολιτικούς αντιπάλους.

Στο ερώτημα που επανέρχεται κάθε τόσο και στη δική μας χώρα, αναφορικά με το αν πρέπει οι πολιτικοί να ζητούν από το λαό ή από ομάδες πολιτών συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσαν πολιτικές αποφάσεις που ξέφυγαν από τα όρια του προγραμματικού λόγου, ο άνθρωπος αυτός που πέρασε μια ζωή μέσα σε ακραία ένταση και αντιπαράθεση έδωσε μια απάντηση, τη δική του απάντηση.

Κάποιοι βέβαια ισχυρίζονται ότι στην πολιτική η συγγνώμη είναι κενή νοήματος. Πράγματι, αν είναι να εκφέρεται προσχηματικά, υποκριτικά ή τελετουργικά δεν έχει νόημα. Γιατί τελικά η συγγνώμη στην πολιτική είναι μια προσωπική υπόθεση των πρωταγωνιστών της. Και θα έρθει η ώρα, για όσους πρωταγωνιστούν στα δρώμενα, να κριθούν και γι αυτό: για τις συγγνώμες που είπαν αλλά κυρίως γι αυτές που αρνήθηκαν.


Δημοσιεύθηκε στο Liberal στις 15.11.2021

«Χάδια, καβούρια και φιλιά»

Στη μνήμη του Χρήστου Γραμματίδη


Στη συμπαθητική δισκοθήκη βινυλίου του πατρικού μου δεν υπάρχει ούτε ένας δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, το επιβεβαίωσα μόλις μάθαμε τα νέα του θανάτου του:

 «Την εποχή του βινυλίου ο Μίκης ήταν ένας στρατευμένος καλλιτέχνης της αριστεράς, οπότε…».
«Καλά, ούτε το «Άξιον Εστί»;»
«Την ποίηση προτιμούσαμε να τη διαβάζουμε, αν δεν σε πειράζει. Πάντως εδώ μέσα ποτέ δεν ακούστηκε κακή κουβέντα για τον Μίκη».

Αυτό, το τελευταίο ήταν απολύτως αληθές.
Ο πατέρας μου, ευφυώς, και για να μας τους αποδομήσει χωρίς να γίνουμε αντικομμουνιστές, αποκαλούσε τους αριστερούς «καημένους ανθρώπους που υπέφεραν πολλά για τις ιδεες τους οι οποίες ήταν και λάθος».
Με το ΠΑΣΟΚ είχαμε το πρόβλημα εμείς, όχι με το ΚΚΕ. Έτσι ήταν τα πράγματα τη δεκαετία του ’80.

Τον Νοέμβριο του 2009, στις 3 Νοεμβρίου λοιπόν και ως μέλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, όταν βρέθηκα μαζί με χιλιάδες άλλους στο Ολυμπιακό Στάδιο για την προεκλογική συναυλία της Νέας Δημοκρατίας, «τη συναυλία του βρώμικου ’89», στην οποία εμφανίστηκε η ιερή τριάδα Χατζιδάκι,Θεοδωράκη, Ξαρχάκου – ένα γεγονός που μόνο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αυτός ο γίγαντας της πολιτικής, μπορούσε να οργανώσει – δεν μου έκανε καμία εντύπωση το σκηνικό. 
Ούτε αριστερά βιώματα είχα ούτε αντί-αριστερά για να σκεφτώ τι δουλειά είχε εκεί ο Μίκης, «μαζί μας». Εμείς, το ΠΑΣΟΚ θέλαμε να νικήσουμε, τον Αντρέα. Αυτός ήταν ο κακός της ιστορίας.

Ήταν και ανακουφιστικά εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο. Είχε δολοφονηθεί ο Παύλος Μπακογιάννης και υπήρχε τεράστια συναισθηματική φόρτιση και η παρουσία των τριών συνθετών ήταν αληθινά παρηγορητική. 

Μέχρι που συνέβη κάτι που με τάραξε. Ήταν όταν ο Μίκης σηκώθηκε και τραγούδησε ο ίδιος το «Βράχο-βράχο τον καημό μου» και όλο το στάδιο γεμάτο Νεοδημοκράτες και ΟΝΝΕΔίτες άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και να τραγουδάει μαζί του «πότε μάνα θα σε δω». Έγινε χαμός, πήρε το στάδιο φωτιά.

Ώπα! Μισό λεπτό. Αυτό το τραγούδι δεν μίλαγε για την εξορία; Αυτός «ο βράχος» του τραγουδιού, τα ξερονήσια δεν εννοούσε; Και ποιος είχε στείλει τους αριστερούς στα ξερονήσια; Όχι η Νέα Δημοκρατία βέβαια αλλά ο ιστορικός μας χώρος και αυτό συνέβη γιατί, όπως έλεγε ο πατέρας μου, οι κομμουνιστές, όταν απέτυχαν να πείσουν για τις λάθος ιδέες τους, πήραν τα όπλα για να τις επιβάλλουν με το ζόρι, έχασαν και μετά η Δεξιά τους φέρθηκε με μεγάλη σκληρότητα. Έτσι τα είχα ακούσει εγώ στο σπίτι μου. Η Δεξιά φέρθηκε μεν με σκληρότητα «σε βαθμό που δεν χρειαζόταν», επέμενε ο πατέρας μου σε αυτό αλλά κι αυτοί πήραν τα όπλα. Όχι και να τραγουδάμε ΕΜΕΙΣ τα πάθη  που προκάλεσαν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Πήγαινε πολύ.

Ήμουν μόλις 19 χρονών, πανάσχετη, με πολιτική συνείδηση κληρονομημένη αλλά κατάλαβα μια χαρά τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Ο Μίκης που ήταν στους «ηττημένους» είχε βάλει ένα στάδιο γεμάτο «νικητές» να του χτυπάνε παλαμάκια ενώ εκείνος τραγουδούσε ένα τραγούδι που σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη γράφτηκε στον Άη-Στρατη. 

Ποιος ήταν ο «πολιτικός γυρολόγος», λοιπόν; Ο Μίκης που τραγουδούσε τα πολιτικά του βιώματα ή μήπως ήμασταν εμείς; Αυτοί που στην αρχή της ομιλίας του εκείνο το βράδυ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποκάλεσε «παλαιούς και καινούργιους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας»;

Τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι σήμερα, αυτή είναι μια ερώτηση που έχω κληθεί η ίδια να απαντήσω πολλές φορές, για τον εαυτό μου.

Πέρασαν όμως τα χρόνια, μεγάλωνα, μέσα από φίλους και κυρίως με την έκρηξη των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών γνώρισα και τα υπόλοιιπα τραγούδια του Μίκη, τα ερωτικά. Αυτά που περιφρονούσαν οι σύντροφοί του.
Αυτά, μάλιστα. Ναι. Καμία σχέση με τους παιάνες. Μου φάνηκαν απίθανα. Μοναδικά. Παιχνιδιάρικα, αστεία, ουσιωδώς ερωτικά. Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Να σε γεμίζει χαρά και αισιοδοξία, δεν είναι κατάσταση για να πεθάνεις. Άλλωστε, αν θέλουμε να «πεθάνουμε» ή να βαρύνουμε την καρδιά μας υπάρχει πάντα η πολιτική. Η πολιτική είναι κάτι σοβαρό, βαρύ που προκαλεί οδύνη. Ο έρωτας είναι κάτι άλλο. Ίσως και το αντίθετο της πολιτικής.

Και τότε ήταν που παρατήρησα ότι ο Θεοδωράκης ήταν και εντυπωσιακός άντρας. 

Ψηλός, με τεράστια, μακριά χέρια που δημιουργούσαν τον συνειρμό της μεγάλης αγκαλιάς, μέχρι και τον τρόπο που «χυνόταν» στην καρέκλα έβρισκα γοητευτικό, δήλωνε μια αυτοπεποίθηση για το ίδιο του το σώμα. Τα δε λευκά κουστούμια που ελάχιστοι άντρες μπορούν να τα βάλουν και να δείχνουν κομψοί, όταν εκείνος τα φορούσε έμοιαζε με Ιταλό σταρ.
Και βέβαια, τους στίχους των ερωτικών τραγουδιών που έγραφε, μπορούσε κανείς να τους διαβάσει στο μπερμπάντικο βλέμμα του.

Να, πάρτε για παράδειγμα αυτό το τραγούδι,  την «Απαγωγή» που έχει γράψει ο ίδιος. Οι στίχοι του θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφτεί από τον Γάιο Βαλέριο Κάτουλλο, ίσως τον πιο σημαντικό ερωτικό ποιητή κι αυτό δεν το λέω σχηματικά, έχω ασχοληθεί επισταμένα με το είδος. Όχι βέβαια από φιλολογικό ενδιαφέρον αλλά διάβαζα ερωτικά ποιήματα για να κλέβω στίχους, να τους στέλνω τα βράδια  με SMS στους γκόμενους, σε όσους, τέλος πάντων, άντεχαν την πολιορκία με τις λέξεις, δεν την αντέχουν όλοι.

Τους κατέγραφα και σ’ένα ωραίο τετραδιάκι που είχα αποκλειστικά γι αυτό το σκοπό. Ήθελα τα SMS που θα έστελνα να είναι ωραία, ξεχωριστά. Ερωτευμένη πάνω απ’όλα με τις λέξεις και δευτερευόντως με τον εαυτό μου που τις επέλεγε ε, και σ’ένα τρίτο επίπεδο και με το πρόσωπο που τις απηύθυνα. Κανονικός θηλυκός Μίκης Θεοδωράκης, δηλαδή.  

«Θα σε ταίζω χάδια, καρδούλα μου, καβούρια και φιλιά». Απλώς δεν υπάρχει αυτός ο στίχος. Δεν υπάρχει. Κανένας Κάτουλλος!

Παίρνει τη βάρκα από τον Κάτω Γαλατά Χανίων (όπου και τελικά ετάφη) έρχεται στην Αθήνα, μπαίνει στον κήπο της να κόψει τα τριαντάφυλλα και τα άστρα του ουρανού. 
Μετά με την ίδια βάρκα την πάει σε μια σπηλιά που την ταίζει χάδια, καβούρια και φιλιά. Βασικώς την ταίζει λέξεις, καταγοητευμένος με τον εαυτό του που τις έχει σκαρώσει τόσο τέλειες και τις έχει στολίσει με νότες, με το μπουζούκι να ακούγεται σαν μαντολίνο.

Κάπου εδώ ο Κάτουλλος σκίζει με λύσσα τα ποιήματά του κι εμείς πέφτουμε ξεροί.

Ο Μίκης ήταν ένας ψηλός, ωραίος άντρας, αλέγκρος, πληθωρικός, κόμψος σαν τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, με άψογο, ατσαλάκωτο λευκό κουστούμι που απολάμβανε τη διασημότητά του και μοίραζε με γενναιοδωρία τη λάμψη του σε όποιον του το ζητούσε. Έτσι τον έβλεπα.

Την επομένη του θανάτου του ο Μιχάλης Τσιντσίνης έγραψε ότι στην Ελλάδα που μέχρι και οι άθεοι είναι Χριστιανοί γιατί είμαστε ποτισμένοι από την ελληνοχριστιανική κουλτούρα (είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα νομίζω) όλοι κουβαλάμε ένα κομμάτι του Θεοδωράκη.
Ακριβέστατο. Το διαπίστωσα διαβάζοντας όσα γράφτηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και κυρίως παρακολουθώντας το όλον της κηδείας του. 

Ο Θεοδωράκης μας ήξερε πάρα πολύ καλά ως λαό. Αναρωτιέμαι αν ήξερε πόσο είχε συμβάλλει ο ίδιος σε αυτό που είμαστε. Σε αυτό το εκρηκτικό, αλλοπρόσαλλο, βαθιά συναισθηματικό και ταυτόχρονα αφόρητα κυνικό, μείγμα. Γιατί αυτό είμαστε.

Τελικά, τι από τα δύο συμβαίνει;
Ο Θεοδωράκης μας όρισε ή διέκρινε και εξέφρασε αυτό που είμαστε; Δεν ξέρω.

Τώρα μπορώ να το πω, γιατί αφορά κάπως και την κοινότητα των φίλων μου στα σόσιαλ μήντια, ότι ο Χρήστος Γραμματίδης ενώ ήταν στο νοσοκομείο με έβαλε να του υποσχεθώ ότι όταν πεθάνει ο Μίκης δεν θα γράψω εδώ, στη σελίδα μου, κάτι κακό για εκείνον.

 Αυτή η επιθυμία του με σόκαρε. Τόσες ιδεολογικές διαφορές είχα με τον φίλο μου, γιατί στάθηκε σε αυτή; Αυτή ήταν η έννοια του ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο; Τι θα γράψω εγώ για έναν 90χρονο που ζούσε και βασίλευε ενώ εκείνος, 35 χρονών νέος άνθρωπος, χαροπάλευε;

Μάλλον ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό μαζί του. Και ο Χρήστος ήταν πληθωρικός, η αριστερή μυθολογία τον αφορούσε, οι ήρωες της αριστεράς, σταθερά, τον γοήτευαν, δεν ήταν τυχαίο που λάτρευε τις ταινίες του Κεν Λόουτς. Ίσως ενδόμυχα να ένιωθε πως αν έγραφα κάτι κακό για τον Μίκη θα απέρριπτα κι ένα δικό του κομμάτι και δεν θα ήταν εδώ για να το υπερασπιστεί. Εξάλλου ήξερε πόσο βιτριολική μπορώ να γίνω, την ικανότητά μου τόσο να σφάζω με το γάντι όσο και να πετσοκόβω τους άλλους άγρια, με τον μπαλτά.

Το κατάλαβα τις ημέρες που πέρασαν. Έπρεπε να πεθάνει ο Μίκης, να παρατηρώ σιωπηλή όσα γίνονταν τηρώντας την υπόσχεση που είχα δώσει στον Χρήστο για να καταλάβω γιατί μου το είχε ζητήσει. Ο Θεοδωράκης ήταν ένας ήρωας bigger than life και σε αυτούς τους ήρωες πρέπει να συγχωρούμε τις αντιφάσεις τους.

Ο καθένας μας είναι ένα κομμάτι του όλου που ενσάρκωσε, εξέφρασε, τραγούδησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Λειτούργησε ως καθρέφτης στον οποίο ο καθένας αναγνώρισε κάποια πτυχή του εαυτού του: τον ήρωα της αριστεράς, το πολιτικό ον, τον οικουμενικό celebrity Έλληνα, τον Ζορμπά, τον ερωτικό παιχνιδιάρικο πληθωρικό και λογά εραστή που θα ήθελε να είναι. Ήταν μοναδικός. Κι έτσι, ως μοναδικό, θα τον κρατήσω στη σκέψη και τελικά και στην καρδιά μου. 

Υ.Γ. Η εκτέλεση της «Απαγωγής» που έχω συνδέσει θεωρω πως είναι η καλύτερη και σε αυτό ας μου επιτραπεί να έχω άποψη.

Lupin: Κάντο όπως οι Γάλλοι

Αν στo Bridgerton η παρουσία των μαύρων λόρδων και δουκών έκανε φρύδια να ανασηκωθούν και η παρουσία τους έπρεπε να δικαιολογηθεί αφηγηματικά από τους σεναριογράφους, ο Αφρικανός, Σενεγαλέζος νεαρός που κοπιάρει τα κόλπα ενός Γάλλου, λευκού αριστοκράτη, τελικά δεν ξενίζει κανέναν.

Κι αυτό γιατί ο Assane Diop, ο ήρωας, είναι μέτοχος της γαλλικής κουλτούρας και παιδείας– στα πρώτα επεισόδια μαθαίνουμε ότι κάποιος άγνωστος σε εκείνον ευεργέτης πληρώνει τα δίδακτρα να φοιτήσει σ’ένα γαλλικό σχολείο των ελίτ.Οπότε, φυσικά και θα μπορούσε να παραστήσει τον Αρσέν Λουπέν ένας Αφρικανός. Άλλωστε και η ίδια η λογοτεχνία δεν βάζει όρια και κανόνες στο ποιοι μπορεί να ταυτιστούν και να ενδυθούν, ακόμα, τους ήρωές της. Είναι πανθρώπινη. Η λογοτεχνία είναι η απόλυτη μαγεία. Γι αυτό τη λατρεύουμε.

Έτσι κι αλλιώς η Γαλλία δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη Βασίλισσα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Είναι μια Μητρόπολη με αποικίες και αρκετά εκπαιδευμένη στο «διάλογο» μεταξύ μητρόπολης και αποίκων.Αλλά παρ’όλη την άνεση που δίνει το πολιτισμικό terroir -για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του κρασιού- για υπερβάσεις, οι σεναριογράφοι του Lupin είναι προσεκτικοί στις λεπτομέρειες.

Η λευκή, λεπτεπίλεπτη, όμορφη και εύθραυστη φιγούρα της συζύγου του τεράστιου Αφρικανού (και όχι μιγά όπως ο κεντρικός ήρωας του Bridgerton κι αυτό έχει τεράστια σημασία) που άλλοτε ο φακός τον δείχνει ωραίο και εξωτικό και άλλοτε με τρόπο που βλέπεις ότι ο άντρας αυτός ανήκει σε μια άλλη φυλή, δεν είναι μια ενήλικη επιλογή όπου η έλξη ανάμεσα στις φυλές έχει ένα αναπόδραστα σεξουαλικό συμφραζόμενο.

Είναι η παιδική κολλητή του ήρωα, η διπλανή του στο θρανίο, είναι η «αδελφή ψυχή του» όπως δηλώνουν πολλές φορές και οι δύο αναγνωρίζοντας ότι ο παιδικός δεσμός τους είναι ανορθολογικός αφού δεν δείχνει να λειτουργεί στις προκλήσεις του ενήλικου βίου τους. Αυτό το βρήκα πολύ γλυκό και ζενιάλ.

Ο ήρωας προσπαθώντας να μάθει και να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, ενός εμιγκρέ από τη Σενεγάλη, στη φυλακή όπου βρέθηκε κατηγορούμενος άδικα για την κλοπή ενός κοσμήματος που συνδέεται με την ιστορία της Γαλλίας, ενώ εμφανίζεται ως ο καλός γιός, ο ίδιος δεν είναι καλός πατέρας. Δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στο ρόλο του πατέρα γιατί έχει απορροφηθεί από αυτόν του γιού.

Θεωρώ αυτονόητο αλλά το αναφέρω ότι κινηματογραφικά η γαλλική παραγωγή δεν μπορεί να φτάσει ούτε στο δαχτυλάκι των αντίστοιχων αμερικανικών. Της λείπει η αρτιότητα των ταινιών δράσης που μόνο στις αμερικανικές παραγωγές απολαμβάνει κανείς. Τι κάνει μια σειρά που είναι κι αυτή ένα αφήγημα, σε μένα ελκυστική; Κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα: η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων ή των καταστάσεων.

Στο Lupin η πολυπλοκότητα των καταστάσεων αποτυπώνεται πειστικά κι αυτό μου αρκεί.Το σενάριο έχει και μερικά λογικά χάσματα αλλά δεν μας πειράζει γιατί ο ήρωας «γεμίζει» κυριολεκτικά την οθόνη με το τεράστιο σκηνικό του εκτόπισμα.Επίσης είναι σίγουρα στρέιτ με την κλασική έννοια του όρου κι αυτό το σχόλιο ας συγχωρεθεί σε μια γυναίκα που έχει γεννηθεί το 1970 και έχει μεγαλώσει με συγκεκριμένα ανδρικά πρότυπα. Τέλος, η αβρότητα των κινήσεών του, κινείται σαν μεγάλη γάτα, κατά την ταπεινή μου άποψη, τον κάνει εξαιρετικό για τον επόμενο Τζέιμς Μποντ. Πολύ το ευχαριστήθηκα!

«Χάντρες και καθρεφτάκια» για προοδευτικούς

Από τη στήλη αυτή στο παρελθόν έχουμε γίνει δυσάρεστοι σε κεντρώους και προοδευτικούς γιατί έχουμε θυμίσει το ρόλο της συντηρητικής παράταξης διαχρονικά στη νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανς πολιτών. Τα δικαιώματα αυτά δεν ήταν ποτέ κoμμάτι της ατζέντας των Ελλήνων συντηρητικών όμως, ήταν συντηρητικές κυβερνήσεις που δεν δίστασαν να τα κατοχυρώσουν.

Ακόμα και το περίφημο Σύμφωνο Συμβίωσης που έφερε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ψηφιζόταν χωρίς τη στήριξη ομάδας βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας αφού οι ακροδεξιοί ΑΝΕΛ με τους οποίους επέλεξε να συγκυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ (αντί για το ΚΙΝΑΛ ή Το Ποτάμι) δεν το ψήφισαν.

Μάλιστα, το Σύμφωνο Συμβίωσης ψηφίστηκε στη συγκυρία των εσωκομματικών εκλογών της Νέας Δημοκρατίας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας από τους υποψηφίους για την προεδρία του συντηρητικού κόμματος τότε, το ψήφισε, παίρνοντας το ανάλογο, όχι αμελητέο ρίσκο.

Έκτοτε δεν έχει προχωρήσει καμία θεσμική πρωτοβουλία που θα εμβαθύνει και θα προάγει τα δικαιώματα του ανθρώπου στη χώρα μας αν και είχαμε κραυγαλέες συμβολικές κινήσεις, όπως τη δήλωση του διευθυντή του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού ότι ο δεύτερος έχει γνωρίσει τον σύζυγό του. Ο διορισμός του κ. Γιατρομανωλάκη ως Γενικού Γραμματέα Σύγχρονου Πολιτισμού στο ΥΠΠΟ είχε «επικοινωνηθεί» και με αυτή τη διάσταση. Το «προχθεσινό πανηγύρι» δηλαδή το ζήσαμε σε επανάληψη.

Και γίνεται ο ανασχηματισμός που αν θέλουμε να τον αναλύσουμε σε επίπεδο συμβόλων είχε παραπάνω από έναν. Δηλαδή, δεν έγινε μόνο υφυπουργός ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος συμπολίτης μας αλλά αναβαθμίστηκε και ένας ανοιχτά αντισημίτης συμπολίτης μας και αναφερόμαστε βέβαια στον κ. Μάκη Βορίδη τις χοντροκομμένες «συγγνώμες» του οποίου κανένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει, βέβαια, πιστέψει και δεχτεί πολλώ μάλλον δε όταν ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του (και συγκεκριμένα στο Σταύρο Θεοδωράκη και τους «Πρωταγωνιστές») ότι τις συγγνώμες αυτές τις θεωρεί γελοίες.

Βάσει του νόμου οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της κυβέρνησης αλλά ουδόλως μας ενόχλησε το γεγονός ότι η κυβέρνηση κατάφερε να το «σπινάρει» στα διεθνή πρακτορεία ως είδηση. Έπραξε άριστα γιατί μιας και βρισκόμαστε σε μια διαδικασία προσέλκυσης επενδυτών, δεν χρειάζεται να ξέρει όλος ο κόσμος και ο ντουνιάς τι είμαστε στην πραγματικότητα.

Όμως μας εντυπωσίασε το παραλήρημα αυτοπροσδιοριζόμενων κεντρώων και προοδευτικών. Όλοι στάθηκαν στην ταυτότητα του κ. Γιατρομανωλάκη και δεν τα εξέτασαν καθόλου τι έκανε ως Γενικός Γραμματέας του ΥΠΠΟ επί τόσους μήνες στο αναβαθμισμένο, σήμερα, χαρτοφυλάκιό του.

Οι κακές επιδόσεις του κ. Γιατρομανωλάκη στο σύγχρονο πολιτισμό έχουν στοιχίσει στην κυβέρνηση πολύ και μετρήσιμα δεδομένου ότι κάθε είδους καλλιτέχνες, γνωστοί και άγνωστοι, μεγάλοι ή μικροί έχουν τεράστια επικοινωνιακή διαπερατότητα, συνομιλούν με πολύ μεγάλα κοινά και δη τα νεανικά και σε αυτά τα μεγάλα κοινά τους τελευταίους μήνες μόνο εξαιρετικά αρνητικά μηνύματα είχαν να μεταφέρουν.
Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο μπορεί να αποτιμηθεί θετικά η παρουσία του κ. Γιατρομανωλάκη στο ΥΠΠΟ αλλά αυτό για τον προοδευτικό χώρο που σε κάθε ευκαιρία αρέσκεται να επιδεικνύει τη σχέση του με το σύγχρονο πολιτισμό, με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με τον Κινηματογράφο, ήταν, τελικά, αδιάφορο.

Αδιάφορη ήταν και η προαγωγή του ανοιχτά αντισημίτη υπουργού, τη χρονιά μάλιστα που η χώρα μας έχει την προεδρία της Διεθνούς Συμμαχίας κατά του Αντισημιτισμού. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό.

Δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί σε φίλους και ιδεολογικούς συγγενείς. Δεν ξέρουμε τι έχουν πάθει και έχουν διαρρήξει τη σχέση τους με τα θεμελιώδη του πολιτικού φιλελευθερισμού που προκρίνει τον άνθρωπο από την ταυτότητά του. Γιατί δέχονται τόσο εύκολα το σύμβολο παραγνωρίζοντας την ουσία; Γιατί πανηγυρίζουν για τον ομοφυλόφιλο και δεν διαμαρτύρονται ταυτόχρονα και για τον αντισημίτη; Γιατί δεν αξιολογούν το έργο ενός πολιτικού προσώπου και στέκονται στην ταυτότητά του;

«Κερασάκι στην τούρτα» οι μηντιακοί και σοσιαλμηντιακοί πανηγυρισμοί για τον διορισμό «του πρώτου γκαίυ υφυπουργού» στα σημεία: προοδευτικοί πολίτες και προοδευτικά Μέσα αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη ομοφυλόφιλος στα Ελληνικά μόνο ο κ. Γιατρομανωλάκης περιγράφεται ως «γκαίυ». Η ελληνική λέξη τους φαίνεται ξένη. Η ομοφυλοφιλία στη δημόσια και πολιτική ζωή παραμένει, τελικά, ένας «ξένος τόπος» που περιγράφεται μόνο με λέξεις ξένες, δανεικές.

Για τη λέξη αντισημίτης πάλι δεν υπάρχουν τέτοιες αμφιθυμίες. Αυτή τη λέμε μόνο στα Ελληνικά. Ξέρουμε ακριβώς τι περιγράφει. Αλλά όταν χρειάζεται να την εκστομίσουμε προτιμούμε να αποστρέψουμε το πρόσωπο, ακόμα κι εμείς, οι προοδευτικοί. Γι αυτό κι αυτή η λέξη και η φρίκη που σημαίνει παραμένει τον 21ο αιώνα σε χρήση και δυστυχώς σε καθημερινή βάση.

Το «σκάνδαλο» δεν είναι το χρώμα του δέρματος

Με τον πυρήνα της μυθοπλασίας του «ξεσηκωμένο» από το «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Όστεν, μια νεαρή της ανώτερης τάξης που θέλει να παντρευτεί από έρωτα κι όχι απλώς από συμφέρον κι ένας πολύφερνος, γοητευτικός εργένης (μαύρος) που δεν θέλει να παντρευτεί γιατί δεν θέλει να κάνει παιδιά, ένα cast ηθοποιών, λευκών και μαύρων που μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή με την ομορφιά τους έτσι όπως τα φωτογενή τους πρόσωπα και τα σώματά τους «γράφουν» πάνω στην οθόνη και πάνω απ’όλα το σασπένς για το αν τελικά ο έρωτας θα νικήσει τις προκαταλήψεις και τις παρεξηγήσεις, ενώ από το πρώτο λεπτό του πρώτου επεισοδίου δεν έχεις καμία αμφιβολία για το happy end. Με αυτή τη συνταγή είναι λογικό το σήριαλ Bridgerton να είναι ήδη από τις σειρές του Netflix με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα.


Το θέμα της συζήτησης παγκοσμίως ήδη είναι το χρώμα του δέρματος των ηρώων. Η συνομίληκή μου παραγωγός του, Shonda Rhimes έχει υπογράψει είτε ως σεναριογράφος είτε ως παραγωγός απίθανες επιτυχίες.

Σε μια συγκυρία που στην Αμερική το φυλετικό ζήτημα ήρθε στο προσκήνιο μια επιτυχημένη Αμερικανίδα, μαύρη σεναριογράφος και παραγωγός δεν θα έπρεπε να περιμένει να γίνει παραγωγός στην «Καλύβα του μπάρμπα-Θωμά» ή στον «Οθέλλο» για να εμφανίσει στις οθόνες ένα μαύρο ηθοποιό σε πρώτο ρόλο. Ήταν αναμενόμενο από το liberal Hollywood να κάνει κάτι για να εμφανιστούν περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί.
Ένα μυθοπλαστικό εύρημα στην υπόθεση υποτίθεται ότι δικαιολογεί τους μαύρους δούκες, λόρδους και άρχοντες και τους ταπεινούς λευκούς που θέλουν πάσει θυσία να τους παντρευτούν για να ανέβουν κοινωνικά (Υποτίθεται ότι ο Βασιλιάς της Αγγλίας ερωτεύθηκε μια μαύρη, την παντρεύτηκε και εκτοτε οι μαύροι ανέβηκαν κοινωνικά).


Κι όμως, το «σκάνδαλο» στο Bridgerton δεν είναι το χρώμα του δέρματος, «Οι μαύροι με ρούχα εποχής» όπως γράφουν οι NYT. Ο μεγάλος ιστορικός αναχρονισμός είναι το σεξ. Η σειρα, για σήριαλ εποχής και δη του 19ου αιώνα!, έχει πολύ σεξ.

Οι άντρες το κάνουν με γυναίκες χωρίς τίτλο αλλά οικονομικά χειραφετημένες. Σήμερα θα τις καλούσαμε στα Ted και τις μαζώξεις να μιλήσουν ως ελεύθερες επαγγελματίες για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα: μια σολίστ της όπερας, μια ιδιοκτήτρια οίκου ραπτικής. Αυτές δεν έχουν τίτλο αλλά κάνουν ελεύθερα σεξ με την υψηλή κοινωνία που τρελαίνεται για το χατήρι τους. Είναι χειραφετημένες. Μπορεί στο βάθος του μυαλού τους να επιθυμούν το γάμο αλλά δεν έχουν αυταπάτες. Ξέρουν ότι οι άντρες της υψηλής κοινωνίας που λιώνουν γιαυτές (αυτό το δείχνει το σήριαλ δεν είναι δική μου υπόθεση) όταν έρθει η ώρα να παντρευτούν θα επιλέξουν αυτή που θα τους υποδείξει η μητέρα τους.
Αντίθετα οι γυναίκες με τίτλο που θα παραβιάσουν τον κανόνα της παρθενίας αν δεν βρουν σύζυγο, αφού περάσουν άπειρες ταπεινωτικές διαδικασίες, το πληρώνουν. Επίσης είναι οι πιο βαρετές, αφελείς, χωρίς skills και ενδιαφέροντα.


Έτερος, θεμελιώδης αναχρονισμός στο σύμπαν του Bridgerton είναι ότι και οι άντρες αν και φαινομενικά ισχυροί είναι κι αυτοί πολύ καταπιεσμένοι. Ούτε εκείνοι έχουν έλεγχο της ζωής τους. Μόνο ακολουθούν τις επιταγές της τάξης τους. Και οι άντρες υποφέρουν από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς του ρόλου τους που κανείς τους δεν έχει επιλέξει.
Βρίσκω γουστόζικο που στεκόμαστε όλοι στο χρώμα του δέρματος και όχι στα ήθη. Είμαστε στον 21ο αιώνα και το μεγαλύτερο κοινωνικό σκάνδαλο παραμένει το δικαίωμα του ατόμου να διαθέτει ελεύθερα τον εαυτό του χωρίς να το ευλογήσει το κράτος. Κι όμως αποστρέφουμε το βλέμμα από αυτό το γεγονός.


Οι ομοφυλόφιλοι ζητούν το γάμο με επιχείρημα την αγάπη, ότι δηλαδή πρέπει να εμφορούνται από κάποιο υψηλό αίσθημα για να τους επιτρέψει το κράτος να ζήσουν όπως θέλουν. Τον 2ιο αιώνα τα άτομα εκπλιπαρούν την Εκκλησία και το Κράτος να τους δώσει το δικαίωμα να κοιμούνται με όποιον θέλουν, να ενώνουν το πορτοφόλι τους με όποιον θέλουν, να παράγουν πλούτο, να ευημερούν με όποιον θέλουν, να διαιωνίζουν το είδος κάνοντας παιδιά με όποιον θέλουν και γιατί όχι; Με όποιους θέλουν σε σχήματα παραπάνω των δύο ατόμων.
Και θεωρείται προοδευτικό να εκπλιπαρείς τον παπά και τον προεστό. Θεωρείσαι ακτιβιστής που το κάνεις που το κάνουμε.
Η Τζέιν Όστεν δημοσίευσε το «Περηφάνια και Προκατάληψη» στις αρχές του 19ου αιώνα, η Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον τη «Το Μυστικό τηςΛαίδη Όντλει» μετά το β’μισό. Στο τέλος του 19ου αιώνα η Έμιλυ Πάνκχερστ με τις Σουφραζέτες θα προτρέπουν το βρετανικό λαό να εισβάλει (!) στο βρετανικό Κοινοβούλιο για να απαιτήσει τη θεσμοθέτηση της ψήφου των γυναικών.
Οι γυναίκες σταθερά έχουν να διασχίσουν διπλάσιο δρόμο από τους άντρες αλλά στην πραγματικότητα αυτές τους ανοίγουν το δρόμο για να δουν τον εαυτό τους έξω από τους ρόλους και τις νόρμες.


Βλέπω στις ειδήσεις σήμερα παντού τη μαύρη Δημοκρατική Stacey Abrams. Μετά από δέκα χρόνια σκληρού αγώνα ανέτρεψε τα πολιτικά δεδομένα στην Πολιτεία της Τζώρτζια. Μια γυναίκα και μαύρη.
Παρ’όλα αυτά για τον ιδιωτικό τους βίο οι άνθρωποι ζητούμε ακόμα την άδεια όσων δεν τους πέφτει κανένας λόγος για να ζήσουμε τη ζωή μας.
Στο τέλος της ημέρας βέβαια κανείς δεν θα έχει δει το Bridgerton για τους μαύρους ηθοποιούς, τη Liberal φαντασίωση, τις ωραίες φάτσες. Το Bridgerton το βλέπουμε με τη μύτη κολλημένη στην οθόνη γιατί ξέρουμε από το πρώτο λεπτό ότι στο τέλος θα νικήσει ο έρωτας. Πάλι καλά.
Στη φωτογραφία δύο Βρετανοί Λόρδοι.

Ρούλα Γεωργακοπούλου, Δέντρα, πολλά δέντρα

Dentra

 

Λέξεις, πολλές λέξεις

Γυναίκες που έχουν βρεθεί να μεγαλώνουν παιδί που δεν έχουν γεννήσει οι ίδιες αλλά και παιδιά που τα έχουν μεγαλώσει γυναίκες που δεν ήταν οι φυσικές τους μητέρες, μπορούν να βεβαιώσουν ότι η μητρότητα δεν συνδέεται αποκλειστικά με τη βιολογία.

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, είτε το θες είτε όχι έρχεσαι αντιμέτωπος με το θέμα και τις συνέπειές του πολύ νωρίς: ένας δυτικός άνθρωπος μέχρι τα δέκα έχει ακούσει για το μύθο του Οιδίποδα, λίγο αργότερα μαθαίνει για κάποιον ψυχίατρο εν ονόματι Φρόιντ, όταν ανοίγει ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα διαβάζει στήλες αφιερωμένες στη μητρότητα και στη γονεϊκότητα, συμβουλές ατελείωτες για το πως θα γίνει η τέλεια μητέρα, ο τέλειος γονιός, άλλες συμβουλές για το πως θα παγώσεις τα ωάριά σου για να κάνεις ένα παιδί αργότερα, ιστορίες για γυναίκες που μπαινόβγαιναν στα νοσοκομεία για να αποκτήσουν ένα παιδί, οι μεγάλες δυσκολίες που υπάρχουν στην υιοθεσία και τελικά, όταν μεγαλώσει όλο και κάποιος θα τον προτρέψει «να δει τα θέματά του» με τους γονείς του.

Και να θες να έχεις μια ήρεμη και αποστασιοποιημένη σχέση με τη μητέρα σου είναι απλώς αδύνατον, αν ζεις στη Δύση.

Πώς θα διαμορφωνόμασταν ως προσωπικότητες αν μεγαλώναμε όπως τα ανώτερα θηλαστικά; Δηλαδή, αν είχαμε έναν υπεύθυνο ενήλικα να μας φροντίζει και να μας δείχνει στοργή χωρίς όλες τις υπόλοιπες «πολιτισμικές περιπλοκές»;

Αυτά σκεφτόμουν διαβάζοντας το μικρό αφήγημα που έγραψε η Ρούλα Γεωργακοπούλου με θέμα τη μητέρα της.

Η συγγραφέας, μια δαιμονικά δεινή χειριστής του λόγου γεμίζει με λέξεις το κενό που αφήνει στην προσωπικότητα της μητέρας της η άνοια. Αρνείται να τη δει ως αυτό που την έχει μεταμορφώσει η ασθένεια [«δεν είμαι δα καμία πρωτάρα να την πατήσω από τις λέξεις», θυμίζει στον εαυτό της όταν η γεωργιανή νοσοκόμος της λέει ότι η μητέρα της βρωμάει. Δεν έχω διαβάσει πιο ευφυή «προτροπή στον εαυτό» να αντέξει, το έχω κάνει ήδη δικό μου από την πρώτη στιγμή που το διάβασα: «Βίβιαν, δεν είσαι καμία πρωτάρα με τις λέξεις για να καταφέρει αυτό που άκουσες μόλις να σε πληγώσει», το έχω χρησιμοποιήσει 2-3 φορές ήδη. Ευχαριστώ, Ρούλα Γεωργακοπούλου]

Έτσι λοιπόν, η συγγραφέας, αναλαμβάνει εκείνη, η δεινή χειριστής του λόγου στην οικογένεια, «το πιο έξυπνο παιδί τους κόσμου», όπως την έλεγε, να ορίσει με λέξεις αυτό στο οποίο έχει μεταμορφωθεί η μητέρα της, να του δώσει μια νέα υπόσταση. Να γεννήσει η κόρη τη μητέρα, αυτή τη φορά. Σε μια οικογένεια που όλη της η πορεία και η επαγγελματική της δραστηριότητα περιστρέφεται γύρω από το γραπτό, τυπωμένο λόγο, τι άλλο μπορεί να σημαίνει «το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου» αν όχι το παιδί που είχε τη μεγάλη άνεση με τις λέξεις;

Για να μην υπάρξει παρεξήγηση, να επισημάνω ότι αυτά πουθενά δεν τα λέει το κείμενο. Γράφω ό,τι εισέπραξα εγώ.

Αυτός ο χείμαρρος των λέξεων, αυτη φοβερά εντυπωσιακή περφόρμανς λόγου, η οποία θα μπορούσε να απαγγελθεί ως μονόπρακτο σε σκηνή θεάτρου, απνευστί, στα μάτια μου πήρε τη μορφή ενός μπουκέτου λέξεων, ένα μετά θάνατον μνημείο που έστησε η συγγραφέας για τη μητέρα της. Αυτό ήξερε να κάνει, αυτό θέλησε να κάνει, αυτό έκανε για τη μητέρα της με όλη της την αγάπη.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι να έχω ξαναδιαβάσει ένα λογοτεχνικό κείμενο που ο συγγραφέας του να μου δίνει την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για το τι θα σκεφτεί ο αναγνώστης γι αυτό διαβάζοντάς το. Δεν την ενδιαφέρει καθόλου τη συγγραφέα τι θα σκεφτούμε. Δεν το έγραψε για εμάς. Και μόνο γιαυτό αξίζει να το διαβάσετε.

Υ.Γ. Φαντάστηκα τη συγγραφέα σε μια σκηνή θεάτρου να το απαγγέλλει ως μονόλογο και τον εαυτό μου, στα παρασκήνια να κλαίει ως ένδειξη αλληλεγγύης: όχι προς την κόρη αλλά προς τη γραφιά που σηκώνει μόνη μία προς μία τις λέξεις με τις οποίες θα χτίσει με τα χέρια της το μνημείο για τη μητέρα της,